Του
Αποστόλη Αρτινού
Εν αρχή ην ο λόγος, ο προφορικός λόγος. Μια αφήγηση που
περνά από στόμα σε στόμα, οι εκδοχές της, η διασπορά της. Ένα παλίμψηστο λόγου
που διατρέχει πολλές πνοές κι αποθησαυρίζεται σ’ ένα αιθέριο πεδίο. Μια αφήγηση
που συγκροτεί τον αφηγηματικό της πυρήνα και διασύρει τα σημεία του. Μια
φασματική κειμενικότητα που αναδύεται στην πραγματικότητα των εκφορών της, αυτό
το «από στόμα σε στόμα», και που διαγράφεται ως μια αλύσωση πάθους. Ο δημώδης
λόγος δεν ανιχνεύεται στην αρχαιολογία των υπογραφών του, σε
μοναδικές πηγές εκφοράς, μια τέτοια μοναδικότητα δεν υφίσταται στη δημώδη
παράδοση, αλλά στην ευρύτητα των ακροάσεών του, στην ανταπόκρισή του. Είτε
έχουμε να κάνουμε με το παραμύθι, είτε με το δημοτικό τραγούδι, αυτό εν τέλει
που συγκροτεί το είναι αυτών των αφηγήσεων, τη διάδοση και διάσωσή τους, είναι
αυτή η επιτελεστικότητα της επιθυμίας του άλλου.
Το παραμύθι αληθεύει μια τάξη του κόσμου. Καθιερώνει
μια κλίμακα όπου στοιχίζονται, διακριτά, όλα τα πλάσματα της αφήγησης. Από τη
μια τα λαμπυρίζοντα πρόσωπα και απ’ την άλλη ένας μικρόκοσμος από νάνους,
ζητιάνους, κι άσχημες γριές μάγισσες, που γίνονται αυτό το σκουρόχρωμο φόντο
της ομορφιάς. Πλάσματα ενός σκοτεινού κόσμου που ξετρυπώνουν απ’ την αφάνειά
τους και ελίσσονται. Κουτοπόνηροι, πειραχτήρια και χαζούληδες. Ένα θαμπό γένος
που διαπλέκει την ιστορία χωρίς να καταφέρνει όμως και να διαστρέψει το αίσιο
τέλος της. Είναι πλάσματα του αρνητικού, αλλά όχι εωσφορικά. Απ’ το παραμύθι
απουσιάζει η απολυτότητα του ιερού. Οι ήρωες του είναι απλώς figures. Ούτε
ερωτεύονται ολοκληρωτικά, αλλά ούτε και δαιμονίζονται πραγματικά. Διαγράφουν
απλώς τους χαρακτήρες τους, ιχνογραφούνται. Πλάσματα μιας διπλής καταγωγής:
κοσμικής και υπερκόσμιας, του πάνω και του κάτω κόσμου, όπου ανήκουνε και δεν
ανήκουν, κινούμενα σ’ αυτό το μεσοδιάστημα όπου κι ενεργούν. Μορφές μιας
άγνωστης, μακρινής χώρας, ή ενός απομακρυσμένου παλατιού, σαν τον Πύργο του
Κάφκα. Σκιές που εκδηλώνονται στις μεταμορφώσεις τους, στη σκοτεινή σαγήνη των
από-καλύψεών τους. Ακόμη και στις πιο γήινες και καθημερινές τους διακρίσεις,
μια σκοτεινή λάμψη τα κυβερνά. Ένα επέκεινα που διαπλάθει και τη χρήση του
κόσμου τους και τον ορίζοντα της προσδοκίας τους. Μαγικές επιδράσεις που
συγκλονίζουν το Είναι τους και διαστρέφουν το πεπρωμένο τους. Η σελήνη, τ’
άστρα, τα θροΐσματα, οι δράκοι και τα μαγικά φίλτρα, οι απαστράπτουσες
ομορφιές, όλα κάτι μεταδίδουν κι όλα κάτι απολύουν. Μετωνυμίες που συγκροτούν
και τον εσώτατο πυρήνα του κόσμου, την άχρονη διάρκειά του. Μία απρόσβλητη
εικόνα που όμως δεν ησυχάζει. Η σκηνή του παραμυθιού είναι η σκηνή ενός
αποκαλυψιακού οράματος. Μια κοσμική λογοδιάρροια, όπου όλα μιλούν και τίποτε
δεν λένε. Κομίζουν μόνο σαγήνη, απόκοσμες λάμψεις, όχι νόημα. Οι δράκοι του είναι
χάρτινοι, αλλά οι ομορφιές, ομορφιές.
Το παραμύθι λέει το ειπωμένο ξανά και ξανά. Στη
διάρκειά της εκφοράς του, αυτό που επανέρχεται είναι κι αυτό που δίνει χώρο και
χάρη στην αφήγηση. Μια επαναληψιμότητα που διαθέτει την εμπειρία του λόγου και
το κράτημα της αναπνοής του. Ένα πήγαινε-έλα, αυτό το πήγαινε-έλα του κύματος,
που ρυθμοποιεί τις απαγγελίες μας και τις ψυχικές μας αντιδράσεις. Η αφήγηση
του παραμυθιού δεν έχει τη γραμμικότητα της κειμενικής παράδοσης, αλλά τη
κυκλικότητα της ζωής. Μια πρακτική που φέρει κάτι κι απ’ το μαγικό λόγο. Την
επιτελεστικότητά του, καθώς κινεί τη ζωή, τη μαγεύει και την εγκαταλείπει στη
σαγήνη του. Μια συμβολική γλώσσα που από-καλύπτει και το κρυπτογραφημένο της
νόημα. Γιατί αυτό που επανέρχεται είναι κι αυτό που διασώθηκε, αυτό που φέρει
το στίγμα, τη μαρτυρία της μυθολογικής του καταγωγής, μαζί και τη μέριμνα της
μυθολόγησής του. Το πεπρωμένο του ανθρώπου είναι το πεπρωμένο των λέξεων του.
Ένα Όλον, που συναρμόζει το λόγο με την φύση και εκθέτει την εμπειρία του. Οι
αφηγητές και ακροατές του παραμυθιού είναι εξοικειωμένοι σ’ αυτόν τον τύπο
αφήγησης, γι αυτό και το ενδιαφέρον τους δεν είναι τόσο στο περιεχόμενό του,
όσο στην παραστατικότητα της εκφοράς του. Το ηχόχρωμα της φωνής, οι
συνοδευτικές χειρονομίες, οι μορφασμοί του προσώπου, ένας πρωτόλειος
θεατρινισμός που επιστρατεύεται, για να παρασταθεί ο λόγος, για να αναλάβει η
φωνή την υλικότητά της, την ολιστική της εμπειρία. Οι τεχνικές του παραμυθιού
είναι τεχνικές εκδραμάτισης του λόγου, εξορκισμού κι υπαγόρευσης μιας
απολεσμένης ενότητας. Αυτό το σώμα που εγκαταλείπεται στις εσωτερικές του
αντηχήσεις. Σ’ έναν ορίζοντα που υπαγορεύει το σώμα και διαγράφει την
οργανικότητα των μορφών του. Η σωματικότητα του λόγου είναι η πραγματικότητα
της εκφοράς του, η ενσάρκωσή του στο χώρο του πραγματικού. Στην μεταστοιχείωσή
του αυτή συνδράμει και μια ολόκληρη μαγική εργαλειοθήκη: κρύσταλλοι, βότανα,
μαγικά σπαθιά, στοιχεία της φύσης, όλα που διανοίγουν έναν δρόμο, μια υπαρκτική
δυνατότητα, αυτόν τον κήπο του φαντασιακού. Ο ψυχισμός διαγράφει έτσι και το
ανάγλυφο ίχνος του, την πραγματικότητά του. Μια υπό-κειμενοποίηση που διαθέτει
τον κόσμο στις εσχατιές της αλλότητάς του, στη μη εγκοσμιότητά του, στον
ανεγγράψιμο, κατ ουσίαν, χαρακτήρα του. Το παραμύθι μιλά έτσι χωρίς να
κατονομάζει. Ο κόσμος του δεν εξατομικεύεται. Η όρασή του είναι πάντα περιφερειακή,
μια φευγαλέα εικόνα, αυτή η αχλή των πραγμάτων. Ο κόσμος σαν να ήταν ο κόσμος.
Ένα απερίγραπτο θάμβος που μένει ακατανόμαστο στη κοσμική του σαγήνη: «σαν τ’
άστρα τ’ ουρανού». Λάμψεις, μόνο λάμψεις! Νερά που καθρεπτίζουν αυτό που μένει
ανεικόνιστο, αμίλητο, μια καθαρή ομορφιά. Μια αναπαράσταση εξαρνημένη,
αποσιωπημένη, αναπαράστατη, εν τέλει. Οι λέξεις του υποβάλλουν μια
παραστατικότητα που δεν διασώζεται στις λεπτομέρειές της, αλλά στις αφηρημένες
και γενικόλογες διατυπώσεις του. Λέξεις που στροβιλίζονται στη δίνη μιας αέναης
τελετουργίας. Όπως το ψυχαναλυτικό Πράγμα που επανέρχεται, ξανά και ξανά,
ολόφωτο, τόσο που δεν μπορείς να τ’ αντικρίσεις. Μόνον αυτό το αστραποβόλημά
του, η ακαριαία του λάμψη, ό,τι μπορεί να εγγραφεί στο σκοτάδι. Ο κόσμος έτσι
δε θωρείται, αλλά, όπως λέει ο Lessing, επιδρά, αφήνει τ’ αποτύπωμά του, σε μαγεύει,
σε καθηλώνει στη σαγήνη του, σ’ εγκαταλείπει σ’ έναν άλλο χρόνο, σε μια κρύπτη
του χρόνου, σ’ αυτή τη κρύπτη του παραμυθιού.
Η αφήγηση του παραμυθιού, όπως και κάθε αφήγηση,
κάτι αποκαλύπτει και κάτι αποκρύπτει. Μια κρίσιμη περιοχή μένει πάντα ανεξερεύνητη.
Που εδράζεται η μαγική καταγωγή των όντων του; Από που εκκινούν; Ποια η
γενεαλογία τους; Η αφήγησή του είναι επίπεδη, όπως και οι λαϊκές ζωγραφιές. Δεν
έχει βάθος, έχει όμως έντονες φωτοσκιάσεις και γι αυτό σαφήνεια. Το παραμύθι
είναι εικόνα, η εσωτερικευμένη εικόνα της ακρόασής του. Μια εικόνα που προδίδει
και την αλήθειά της. Δεν θέλει να διαυγάσει τα σκότη της ανθρώπινης ύπαρξης,
αλλά να τα διασκεδάσει. Υπομνηματίζει την μυθική υπόσταση του κόσμου μας, το
σκοτεινό πυρήνα της ανθρώπινης φύσης, και μέσω της συμβολικής γλώσσας, που
παρέλαβε απ’ το μύθο, καταλύει όλη αυτή τη μυστική κοσμογονία στο μέτρο της
ανθρωπινότητάς του. Εν τέλει «έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Αυτή η
φιλανθρωπία του φαντασιακού. Η γλώσσα του παραμυθιού φέρει τα στίγματα του
μυθικού λόγου, αλλά τα παζαρεύει όλα στο ανταλλακτήριο των μεταφυσικών αξιών.
Είναι αυτή η έκπτωση του που το καθηλώνει αναπόδραστα και στην επιφάνεια της
εικόνας του. Μια εικόνα που δεν είναι πλέον μία ομοίωση του Θείου, μια εικόνα
του Απολύτου, όπως προείπαμε, αλλά το εκπτωτικό περιεχόμενο μιας διασαλευμένης
φύσης, η πυρηνική της διάχυση. Αυτός ο διασαλευμένος πυρήνας του κόσμου που
είναι και η μεταφυσική έδρα του παραμυθιού, ο τόπος της ενορατικής του
διαύγειας. Μια περιδίνηση σ’ ένα μαγεμένο τοπίο, σ’ ένα αλλιώς είναι της γλώσσας. Η ποιητική αυτού του λόγου, δεν είναι
άλλη απ’ τη μορφοποιητική ένταση των αναπαραστάσεών του. Μια φαντασιακή
λειτουργία που μεταγγίζει μορφική απειρία στην πραγματικότητα των πεπερασμένων
μορφών, αποδίδοντας την υλικότητά τους σ’ ένα υπεσχημένο και διευρυμένο
ορίζοντα. Ο κόσμος αναλαμβάνει έτσι την
εσωτερικότητά του, μια εσωτερικότητα όμως απόλυτα συνδεδεμένη με το Έξω που την
περιβάλλει και την διεγείρει. Μία αμφίπλευρη γνώση του κόσμου που ενοποιεί τον
διασαλευμένο του ορίζοντα στις θαυμαστές του αποκαλύψεις και στις αισθητηριακές
του συλλήψεις. Ένας παραμυθιακός λόγος που γίνεται κι ένας παραμυθητικός λόγος,
καθώς υπομένει αυτές τις διακρίσεις και πραγματώνει την ενότητά τους. Η
εμπειρία έτσι του κόσμου γίνεται ένα μυστικό βίωμα, ένα βίωμα γλωσσικό. Τα
υποκείμενα αυτού του λόγου αναλαμβάνουν έτσι μοναδικές εμπειρίες κι
αναλίσκονται. Είναι οι υπερβολικές τους χειρονομίες που διεγείρουν το φυσικό
τους περίγυρο. Ένα είναι-μέσα-στον-κόσμο
που παραστέκει στο λόγο, που παραλογίζεται, που εκτρέπεται σε σκιερά μονοπάτια,
στη σκοτία της εκφοράς του, σε παραδειγματικές του καθηλώσεις μέσα στο λόγο του
άλλου. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να βιωθεί ο κόσμος πέραν της αφήγησής του. Στο
σπήλαιο των αντηχήσεων διαγράφονται και οι σκιές των πραγμάτων, οι
αναδιπλασιασμοί τους. Κρύσταλλοι, μαγικοί καθρέπτες, δροσοσταλίδες, λιμναίες
αντανακλάσεις, και χρυσός, πολύς χρυσός, όλα που συνηγορούν στην εκδίπλωση της
εικόνας, στη καλειδοσκοπική της διάχυση. Ένα ατέρμονο που στοιχειώνει τον κόσμο
μας και τον αποδίδει στη δόξα του. Ένας μυστικός αισθητικισμός που
αντικατοπτρίζει κι αντικατοπτρίζεται στο βλέμμα του μαγεμένου, σ’ αυτή την
επιτομή του παραμυθιού.
Ο ανθρωπολογικός τύπος του παραμυθιού είναι λοιπόν
αυτός ο τύπος του μαγεμένου. Ένα αποσβολωμένο υποκείμενο, εγκαταλελειμμένο στο
φασματικό περιβάλλον μιας ιλιγγιώδους κυκλοφορίας. Δαίμονες, στοιχειά, δράκοι,
φαντάσματα, μάγισσες, εγείρουν απέναντι του μία σκηνή που δεν ησυχάζει. Μια βαλπούργεια
νύχτα, γεμάτη φωνές. Ένας ακατανόητος κόσμος που επιβάλλεται, άμα τη εμφανίσει
του, και εκθέτει ανίσχυρο τον ήρωα του στις δίνες των εκτροπών του. Ο ήρωας του
παραμυθιού είναι συνήθως ένα μοναχικό, αποσυνάγωγο πλάσμα. Ένας παρεκκλίνων,
που εξέρχεται του περιβάλλοντός του και περιπλανάται, αφήνεται, προκαλεί τις
συγκινήσεις του. Έλκεται και μετέχει του Έξω, ακριβώς επειδή εγκαταλείπει το
οικείο περιβάλλον, ή εκδιώκεται απ’ αυτό. Πέφτει στο κενό κι αφήνεται στη
σαγήνη αυτού του κενού και στη διακινδύνευση που του επιβάλλει. Είναι το συμβάν
της αναχώρησης, της εξόδου απ’ την οικεία μας γλώσσα και των απρόβλεπτων
συναντήσεών μας. Συνήθως αποτυγχάνει, καθώς δοκιμάζεται στο περιβάλλον αυτής
της ετερότητας, τα μάγια δεν λύνονται εύκολα, αλλά έχει ήδη υπερβεί τα όρια
του. Καθίσταται έτσι ένα ενδιάμεσο αντικείμενο, αντιμέτωπος με δύο ασύμβατες
μεταξύ τους εσωτερικότητες, την δική του και της εξωτερικότητάς του. Το
πεπερασμένο της φυσικής του ύπαρξης, που διαρρηγνύεται σ’ αυτή την ανοικτότητα,
αδυνατεί να ανασυγκροτηθεί σε μια νέα συνείδηση. Ένα αδιέξοδο που μόνο η
γενναιοδωρία της αφήγησης μπορεί να ξεπεράσει. Η μοναξιά του μόνο, μέσα στο
χρόνο αυτής της Νύχτας, η καθηλωτική, αχρονική στιγμή της μαγείας του. Αλλά εδώ
και το παράδοξο του: αν και παραμένει ηττημένος, θεωρείται νικητής, δηλαδή
μαγεμένος, κατακλυσμένος απ’ αυτή την απειρία της Νύχτας, ίδιος ο Φάουστ. Μια
άφατη λοιπόν εμπειρία, αυτή η αδυναμία της γλώσσας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου