Μαρία Γιαγιάννου*
«Καλημέρα, κύριε Ε.,
γυρίσατε κιόλας από το γραφείο;»
Από το χείλος του
παραθύρου μου κρέμομαι στον κό-
σμο σας. «Α, είχατε μόνο
εξωτερικές δουλειές σήμερα!»
Διψάω για μια σταγόνα από
το σάλιο σας. Φτύστε μια
σταλίτσα προς τα εδώ.
Μιλήστε μου. «Όχι, κύριε Ε., χθες
βγήκα, χθες, ναι, ναι,
σήμερα δράμα, έχω πολλή δου-
λειά για το σπίτι. Καλό
μεσημέρι...» Φυσικά, ψέμα. Δεν
βγήκα χθες ούτε προχθές
ούτε ποτέ. Αλλά, γιατί να
μην πω ένα ψεματάκι σ’
έναν άγνωστο; Ούτε που το
κατάλαβε. Προλαβαίνω τις
απορίες του. Αν και υπο-
ψιάζομαι ότι ο κύριος Ε.,
ενοικιαστής του πρώτου ορό-
φου, δεν έχει την
παραμικρή απορία. Όλα ρολόι στη
ζωή του. Ζει καλά,
αρτιμελής, εργένης, σε καλή περιο-
χή. Δεν κλαίει, δεν
προσεύχεται, δεν ονειρεύεται. Ανα-
γνωρίζω τον τύπο του. Έχει
σταθερό ωράριο, δεν εκ-
πλήσσεται, δεν ερωτεύεται
παρά μόνο ένα Plasma, τη
μεγάλη του τηλεόραση.
Μιας που κι εγώ δεν ξέρω από
έρωτα, μπορώ και
αναγνωρίζω όσους επίσης δεν ξέ-
ρουν. Ο κύριος Ε. είναι
οπαδός της ομαδάρας, ολέ ολέ
ολέ, έχει πλατύ κινητό με
οθόνη αφής, κρατάει τις πο-
λιτικές εφημερίδες σε
αρχείο, κάνει μέτριο σκι με κάτι
παλιούς συμμαθητές, είναι
αδιάφορης εμφάνισης, βα-
ριέται το σεξ, έχει
καλούτσικο μισθό, είναι ατσαλάκω-
τος, νομίζει ότι η
λογοτεχνία είναι ασθένεια του ήπα-
τος, δεν πίνει, δεν
τεμπελιάζει, δεν ιδρώνει, όλα πλυμέ-
να, όλα λυμένα. Πού το
ξέρω;
Δεν το ξέρω, αλλά έτσι
θέλω να πιστεύω. Ότι είναι
βαρετός. Ότι όλοι είναι
βαρετοί. Προφανώς, λοιπόν, ο
ενοικιαστής του πρώτου
ορόφου δεν έχει απορίες. Και
δεν είναι ν’ απορείς. Είναι
εύκολοι οι άνθρωποι, σαν
σταυρόλεξα. Αν λύσεις
έναν από κάθε είδος, τους έχεις
λύσει όλους. Ακόμα και ο
πιο δύσκολος επαναλαμβά-
νεται. Φτάνει να θυμηθείς
ποιες λέξεις έχει στο πέντε
κάθετα και στο πέντε
οριζόντια και ο σταυρός των λέ-
ξεων καρφώνεται διά
παντός στο κούτελό του. Αυτός
θα είναι πάντα. Τις έχει
διαλέξει τις λέξεις του και δεν
είναι εύκολο ν’ αλλάξει
κανείς τις λέξεις που διάλεξε.
Ακατόρθωτο δε είναι ν’
αλλάξει κανείς τις λέξεις που
τον διάλεξαν, όσες τον
στιγμάτισαν προτού εκείνος
προλάβει να αμυνθεί. Όπως
εγώ.
Θα ήθελα να αποτινάξω τις
δικές μου λέξεις και να
ψαρέψω από το περβάζι μου
τις λέξεις των ανθρώ-
πων. Αυτές που λένε και
αυτές που είναι. Στήνω αυτί
κι ακούω τους
περαστικούς. Παριστάνω ότι ο πεζό-
δρομος είναι ποταμός κι
εγώ μια ψιχάλα. Πέφτω πάνω
του και σβήνω,
εξαφανίζομαι ανάμεσα στις πλάκες
του δρόμου. Όλοι πετάνε
λέξεις-δολώματα και περιμέ-
νουν να δουν τι ψάρια θα
πιάσουν. Βουτάνε στον πε-
ζόδρομο σαν χελιδονόψαρα,
λέξεις αστραφτερές σαν
ασημικά, ευκίνητες σαν
σπερματοζωάρια.
[…]
Περισσότερο λαχταρώ τα
ρήματά τους, αχ. Αχ, τα
ρήματά τους, ακόμα και τα
παθητικά, είναι γεμάτα
δράση. Τουλάχιστον ας μου
πετούσαν ένα βοηθητικό.
Ένα έχω, ένα
είμαι. Ειλικρινά, αυτά τα δύο θα με βοη-
θούσαν απεριόριστα. Γιατί
ούτε έχω ούτε είμαι. Αντί
για ρήματα, έχω πήξει στο
σημείο στίξης. Μικρή διακο-
πή, μεσαία διακοπή,
μεγάλη διακοπή. Καλή η παύση
για κάποιον που ρέει, εγώ
προφανώς δεν την έχω κα-
θόλου ανάγκη. Προσωπικά,
μόνο το θαυμαστικό μού
χρειάζεται. Επιτέλους, με
κάτι να εκπλαγώ! Βαρέθηκα
και με τα άρθρα. Αντί για
επίθετα και μετοχές, παίρνω
τα άρθρα. Και μάλιστα τα
αόριστα. Μια φορά κι έναν
καιρό... τίποτα
συγκεκριμένα, μόνο ένας, μία, ένα. Και
για μένα; Τι για μένα;
Τίποτα. Κι από συνδέσμους τί-
ποτα. Πώς να συνδεθώ από
εδώ που βρίσκομαι και με
ποιον; Οι άνθρωποι όλοι
είναι απεικάσματα για μένα.
Δεν έχω εμπειρία των
ανθρώπων, αλλά των σκιών τους.
Κάνω όμως καλή παρέα με
την αναπνοή μου. Κολ-
λητή παρέα. Εισπνεεέω,
εκπνεεέω, εισπνεεέω, εκπνεεέω.
Είμαι αλάνθαστη σε αυτό.
Η μαμά λέει δόξα τω Θεώ
και κάνει το σταυρό της.
Εγώ λέω δόξα τω Δία και κά-
νω το σταυρόλεξό μου,
γιατί ο σταυρός μου είναι άλυ-
τος. Λύνω κάθε μέρα το
ίδιο σταυρόλεξο και το ίδιο
σταυρόλεξο κουβαλάω στην
πλάτη μου λυμένο. Η έκ-
κεντρη μοναξιά μου είναι
η ταυτότητά μου.
Μόνο τη μάνα μου ξέρω και
τα υπολείμματα της
φύσης. Ισόγειο σε
πεζόδρομο, με κάτι φουντωτά δε -
ντράκια απ’ έξω... πάλι
καλά. Δεν έχω φίλους, αλλά
έχω φύλλα. Ωραιοτάτη
πρασινάδα. Φυλλαράκια μου,
θα σας τρίψω στα μάγουλά
μου μέχρι να πρασινίσω
και μετά θα σας κάνω
σκουλαρίκια. Να μου λέγατε κα-
νένα μυστικό για τα
δίποδα που σφετερίζονται τη
σκιά σας. Αστείος ο
κόσμος που μένει τριγύρω κι
αστείο που δεν μου μιλάει
συχνά. Μερικοί ένοικοι της
πολυκατοικίας μόνο. Όταν
σκέφτομαι αυτά που σκέ-
φτονται, ξεκαρδίζομαι.
Σκέφτομαι ότι όσοι
περνούν από τον πεζόδρομο
βλέπουν ένα ωραίο
χαμογελαστό πρόσωπο, με τα
ωραία καλοχτενισμένα του
μαλλιά, με το ωραίο σιδε-
ρωμένο του μπλουζάκι, ν’
ακουμπάει με λεπτούς αγκώ -
νες στο περβάζι ή ν’
απλώνει να κόψει ένα λεμόνι από
τη λεμονιά, και
σκέφτονται «Α! Νά ένα καλό κορίτσι,
μια χαρωπή νοικοκυρά, μια
γλυκιά φοιτήτρια, μια μοι-
ραία γυναίκα, μια αθώα
κόρη, που κόβει ένα λεμόνι
από τη λεμονιά». Και
τέλος. Αν ξέρανε τι είμαι εγώ
που
κόβω ένα λεμόνι από τη
λεμονιά, θα τους κόβο νταν τα
ήπατα. Με ταυτίζουν με
αυτό το στιγμιότυπο, πράγμα
απείρως διασκεδαστικό.
Ζουν σε απόλυτη άγνοια. Μια
τέτοια γνώση θα ξεφτίλιζε
την κοσμοθεωρία τους.
Όμως, έτσι είναι. Βλέπουν
το πάνω μέρος μου και μπο-
ρούν να συνεχίσουν με
ηρεμία τη ζωή τους. Η πεντά-
μορφη δίχως το τέρας έχει
ένα εντελώς ακίνδυνο, όσο
και εφήμερο, ενδιαφέρον.
{Απόσπασμα από το μυθιστόρημα Μελανίππη.}
*Από τη 2η λογοτεχνική συνάντηση, στα όρια του μαζί. Άμφισσα, 21 Οκτωβρίου 2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου