Παρασκευή 13 Μαΐου 2022

Στο Αιγαίο αρέσουν τα Τσανάκκαλε

Του Ντίνου Θ. Κόγια 

 

   Στο σαλόνι του πατρικού μου στο Καρλόβασι της Σάμου από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου υπήρχε στολισμένο ένα παράξενο πήλινο κανάτι. Πολλές φορές το είχα περιεργαστεί όλος απορία, γιατί δεν μπορούσα να το ταυτίσω με κάποιο γνωστό αντικείμενο. Με εντυπωσίαζαν το κεφάλι του αλόγου στο πάνω μέρος, τα φτερά, το πουλί, η επιγραφή με τα περίεργα σαν σκουλήκια γράμματα στην κοιλιά του. Η μητέρα μου έλεγε ότι είναι αμφορέας, παλιακό πράγμα του σπιτιού, από τον θείο Γιαννακό. Στην πραγματικότητα, ήταν ένα αλογοκάνατο από το Τσανάκκαλε με τα αυθεντικά του χρώματα σε άριστη κατάσταση. 
      Στο γύρισμα του 19ου αιώνα, τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου κατακλύστηκαν από κεραμικά του Τσανάκκαλε. Στο ΒΑ Αιγαίο κυρίως κανάτια, καπακλίδικα, γλυκοδοχεία, καπνοδοχεία, φρουτιέρες, λαδικά, ζωόμορφα κ.ά. Στα Δωδεκάνησα περισσότερο πιάτα που αγαπούσαν να τα στολίζουν στους τοίχους των σπιτιών. Οι αιτίες ήταν πολλές. Διάφορες κατηγορίες βιομηχανικών ή βιοτεχνικών προϊόντων και αγαθών ήταν πλέον προσβάσιμες από ένα ευρύτερο καταναλωτικό κοινό. Το Τσανάκκαλε και τα νησιά ήταν πάνω στον θαλάσσιο εμπορικό δρόμο από την Κωνσταντινούπολη προς την Κύπρο και την Αλεξάνδρεια. Τα τσανακαλιώτικα κεραμικά ήταν σχετικά φτηνά, αλλά κυρίως ήταν πολύ φανταχτερά και είχαν το μυστήριο και τη γοητεία του ξενόφερτου. Οι πολύπλοκες και πολλές φορές μοναδικές φόρμες τους, ο κατάφορτος επίθετος διάκοσμος, οι χρωματιστές υαλώσεις και τα έντονα χρώματα πάνω από το γυαλί, εντυπωσίαζαν τους νησιώτες που συχνά προτιμούσαν να τα στολίζουν ανάμεσα στα καλά αντικείμενα της οικοσκευής. 
      Στις τοπικές κοινωνίες του ανατολικού Αιγαίου η απόκτηση κεραμικών από το Τσανάκκαλε υποδήλωνε την ανέλιξη των μεσαίων στρωμάτων, μέσω της κατοχής διακοσμητικών και χρηστικών αντικειμένων που κάποτε ήταν προνόμιο μόνο της ελίτ. Δεν είχε τόση σημασία η χρηματική αξία των κεραμικών, που άλλωστε ήταν πολύ φθηνότερα και υποδεέστερα ποιοτικά από τις ευρωπαϊκές και κινεζικές πορσελάνες. Περισσότερο σημαντική ήταν η ίδια η πράξη της αγοράς αντικειμένων που δεν ανήκαν στη σφαίρα του χρήσιμου ή του απαραίτητου για ένα νοικοκυριό. Μέσα από αυτή τη διαδικασία οι ιδιοκτήτες τους βίωναν την ικανοποίηση της κατανάλωσης και απόκτησης νέων, «εξωτικών» προϊόντων, συχνά αποκλειστικά διακοσμητικών, επιβεβαιώνοντας ταυτόχρονα το κοινωνικό τους κύρος. Η αγορά και κατοχή «εξωτικών» κεραμικών ήταν ένα είδος πιστοποίησης μιας νέας υλικής κουλτούρας και ταυτόχρονα απόδειξη οικονομικής ευμάρειας της ανερχόμενης τάξης των εμπόρων, των καραβοκύρηδων, των βιομηχάνων και βιοτεχνών, στην οποία ανήκε και ο πεφιλημένος Γιαννακός Κονδύλης, θείος της γιαγιάς μου, υποδηματοποιός, πολίτης της πάλαι ποτέ Ηγεμονίας Σάμου, αρχικός ιδιοκτήτης του πατρικού μου σπιτιού και ο πρώτος κάτοχος του αλογοκάνατου. 

     
Έτσι, τα τσανακαλιώτικα και άλλα αγγεία «γερνούσαν» μαζί με τα σπίτια και τους ανθρώπους, ενώ κάποια από αυτά είχαν συνδεθεί και με περιστατικά ή προσωπικές ιστορίες των κατόχων τους. Καθώς οι γενιές εναλλάσσονταν, τα κεραμικά αυτά, αν και είχαν απωλέσει την ταυτοτική τους προέλευση, παρέμεναν ως αισθητικές σταθερές μιας άλλης εποχής. Για τους περισσότερους είναι οικογενειακά κειμήλια με μεγάλη συναισθηματική αξία. Ταυτόχρονα όμως πρόκειται για αντικείμενα ενταγμένα στην οικιακή σφαίρα και ειδικότερα στην «οικογενειακή κουλτούρα» μέσα από την οποία, κατά κανόνα, αποκτούμε τις πρώτες γνώσεις για τον κόσμο που μας περιβάλλει. Στο πλαίσιο αυτό, οι φόρμες, τα σχέδια, τα χρώματα, τα υλικά των αντικειμένων της οικιακής σφαίρας, εντυπώνονται στην μνήμη μας από μικρή ηλικία και αποκτούν την ιδιότητα του οικείου. Και για τους κατοίκους του Αιγαίου, τα τσανακαλιώτικα αγγεία ανήκουν στην κατηγορία των οικείων αντικειμένων. Αποτελούν συνθετικά στοιχεία της πολιτισμικής διάστασης της κατοικίας και λειτουργούν ως οικεία σύμβολα σταθερότητας και ασφάλειας. Ίσως αυτός να είναι ένας από τους λόγους που πολλοί ντόπιοι τεχνίτες αντέγραψαν τις φόρμες και την διακόσμησή τους. 
      Όμως, τα κεραμικά του Τσανάκκαλε δεν αρέσουν σε όλους. Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι περιηγητές του 19ου αιώνα τα θεωρούσαν κακόγουστα, όπως ο Άγγλος συγγραφέας Albert Smith που αγοράζοντας το 1849 μία ζωόμορφη μποτίλια σε σχήμα ελαφιού, τη θεωρούσε το ασχημότερο αντικείμενο που είχε δει ποτέ στη ζωή του (“…certainly the ugliest thing I ever saw in my life…”). Για τον Ανδρέα Καρκαβίτσα, που το πλοίο του αγκυροβόλησε στα Δαρδανέλλια την 2.10.1892, τα κεραμικά που πουλούσαν οι Τούρκοι βαρκάρηδες ήταν «…χοντρά και βάναυσα πλαστουργήματα που στολίζουν τα σπίτια τους οι ανατολίτες και οι ναυτικοί…». Για πολλούς τα κεραμικά του Τσανάκκαλε μοιάζουν τουλάχιστον χονδροειδή και κακόγουστα, αν δεν δικαιώνουν τον απόλυτο ορισμό του κιτς. Δεν μπορεί να τους αδικήσει κανείς όταν δεν βλέπουν τίποτε όμορφο στις γκροτέσκ, αλλόκοτες φόρμες με την φλύαρη, πομπώδη διακόσμηση. Πρέπει όμως να έχουμε υπόψη ότι για τους ανθρώπους αυτούς τα κεραμικά του Τσανάκκαλε δεν υπήρξαν ποτέ «οικεία» αντικείμενα. Ούτε πρέπει να αγνοούμε ότι πρόκειται για δημιουργίες ενός παρελθόντος χρόνου και ενός άλλου τελείως διαφορετικού κόσμου που δεν υφίσταται πλέον. 
     Για μένα, το «μυστήριο» της προέλευσης του αμφορέα λύθηκε μετά από αρκετά χρόνια στην Αθήνα. Από τα πρώτα κεραμικά που αγόρασα ήταν ένα αλογοκάνατο, πιο vulgar από αυτό του πατρικού μου, που το στόλισα στο σαλόνι μου ως ένα είδος υποκατάστατου της οικιακής διακοσμητικής αισθητικής των παιδικών μου χρόνων. Πριν μερικά χρόνια στη βιβλιοθήκη ενός συμπατριώτη μου στα Πατήσια, είδα ένα πράσινο τσανακαλιώτικο κανάτι με ψηλό λαιμό, στριφτή λαβή και ζωγραφιστές χρυσές τουλίπες. Δεν ήξερε ακριβώς από που ήταν, παρά μόνο ότι το είχαν φέρει οι πρόγονοί του από τη Μικρά Ασία. Όταν τον ρώτησα γιατί δεν το είχε αφήσει στο σπίτι του στη Σάμο, μου απάντησε ότι με αυτό το κανάτι τον βάφτισαν και γι’ αυτό το έχει πάντα κοντά του. 
     Τελικά για όλους αυτούς τους λόγους, ίσως και για άλλους που δεν γνωρίζω, στο Αιγαίο αρέσουν τα Τσανάκκαλε. 


 Λεζάντες φωτογραφιών : 
1. Το αλογοκάνατο του θείου Γιαννακού (Τσανάκκαλε τέλος 19ου-αρχές 20ού αιώνα). 
 2. Γαμήλιο γλέντι στο πατρικό μου αρχές δεκαετίας του 1960. Το αλογοκάνατο του θείου Γιαννακού διακρίνεται κάτω από το αριστερό χέρι του μεσαίου χορευτή στολισμένο σε γωνιακό έπιπλο.

Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε για τον κατάλογο της έκθεσης Pott_Pott 


Δεν υπάρχουν σχόλια: