Χρήστος
Χρυσόπουλος
Οικία, Αλέξανδρου Δελμούζου, Άμφισσα, 3 - 12 Οκτωβρίου 2014.
Επιμέλεια: Αποστόλης Αρτινός
Οικία, Αλέξανδρου Δελμούζου, Άμφισσα, 3 - 12 Οκτωβρίου 2014.
Επιμέλεια: Αποστόλης Αρτινός
«Στείλ’
το στη Νέα Σμύρνη, εκεί δεν θα χαθεί
ποτέ»
του
Χρήστου Χρυσόπουλου
Βρέθηκα στο σπίτι της μητέρας μου εντελώς τυχαία εκείνο το απόγευμα. Δεν είχα σκοπό να φωτογραφίσω. Από την άλλη μεριά, είναι αλήθεια ότι ήθελα από καιρό να προσεγγίσω τη δική μας ενδόμυχη, ανομολόγητη οικογενειακή ιστορία και είχα πολλές φορές ζητήσει από εκείνη να μου παραδώσει το κουτί με τις παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες της παιδικής μου ηλικίας. Όμως, η μητέρα μου πάντα έβρισκε μια πρόφαση για να αρνηθεί. Κι εγώ το ξεχνούσα. Κι έτσι έμεινε μόνο μια ανεκπλήρωτη σκέψη. Ούτε έχω γράψει ποτέ για την οικογένειά μας. Είναι κι ότι είμαστε λίγοι: τρεις –οι δυο τους κι εγώ–, και είναι δύσκολο να γράψεις για τόσο λίγους ανθρώπους, αν δεν τους «ξεγυμνώσεις» υπό μία έννοια. Κι αυτό, μάλλον, το φοβόμουν. Τώρα που πλέον μείναμε μόνο οι δυο μας –η μητέρα μου κι εγώ– αυτό είναι μάλλον αδύνατο. Το γράψιμο είναι πλέον ανέφικτο.
Κι
έτσι, πήγα εκείνο το απόγευμα να πάρω
την αλληλογραφία μου. Α ναι, είναι κι
αυτός ο ασυνείδητος δεσμός που δεν τον
έκοψα ποτέ. Δίνω πάντα ως ταχυδρομική
διεύθυνση το πατρικό μου σπίτι. Ακόμα
και τώρα που πέρασα τα σαράντα πέντε.
Πότε δεν απέκτησα δική μου μόνιμη
ταχυδρομική διεύθυνση. Μόνο κάτι
περιστασιακές στο εξωτερικό. Μα, ακόμα
και τότε, αν κανείς ήθελε να μου στείλει
κάτι, έλεγα: «Στείλ’ το στη Νέα Σμύρνη,
εκεί δεν θα χαθεί ποτέ». Ακόμα αυτό
προφασίζομαι.
Έχω
πάντα μαζί μου τη φωτογραφική μου μηχανή.
Εκείνο το απόγευμα η μητέρα μου έλειπε.
Άνοιξα τους λογαριασμούς και ένα βιβλίο
που με περίμεναν στο τραπέζι της κουζίνας
και μετά άρχισα να τριγυρνάω στα δωμάτια.
Η πρώτη φωτογραφία προέκυψε αυθόρμητα
και μετά ήταν σαν να μου επιβλήθηκε ένας
ρυθμός. Να κοιτάς και να φωτογραφίζεις.
Να κάνεις μερικά βήματα. Να κοιτάς και
να φωτογραφίζεις.
Βλέπεις
διαφορετικά μέσα από το προσοφθάλμιο
της φωτογραφικής μηχανής. Ή, μάλλον, δεν
ξέρω αν το «βλέπεις» είναι το κατάλληλο
ρήμα. Παρατηρείς με κάποια ιδιάζουσα
ένταση. Το «βλέπω» είναι μάλλον κάτι
που ταιριάζει στην
a
posteriori
πραγματικότητα των φωτογραφιών. Κοιτάς
τις φωτογραφίες και τότε «βλέπεις» τι
είχες μπροστά σου.
Κοιτώντας
τώρα αυτές τις φωτογραφίες, δεν θέλω να
πω εγώ τι ήταν
αυτό
που είδα. Ας το κρίνουν οι άλλοι. Ο
φωτογράφος, άλλωστε, βλέπεται και εκείνος
ως αυτός που κοιτάει. Υπό μία έννοια, οι
φωτογραφίες είναι αποτυπώσεις της δικής
του ταυτότητας. Αυτό, νομίζω, βλέπει
κανείς μέσα από το έργο ενός φωτογράφου.
Δεν είναι τα αντικείμενα αυτά που
αποτελούν το βασικό του υλικό. Το θέμα
του δεν είναι αυτό που βλέπεται. Το
αντικείμενο και το βασικό θέμα του είναι
το υποκείμενο που βλέπει.
Ας
πω μόνο αυτό για το ίδιο το έργο: το «My
mother’s
silence» εντάσσεται σε
ένα ευρύτερο πρόγραμμα που το ονομάζω
LOOK TWENTY και αποτελεί το δεύτερο μέρος
του. Το πρώτο μέρος ονομάζεται «Hotel
rooms» και είναι, ξανά,
μια φωτογραφική απεικόνιση του εσωτερικού
χώρου (ψυχολογικού και κυριολεκτικού).
Αυτό
που με ενδιαφέρει γενικότερα είναι η
διερεύνηση των ποικίλων μορφών που
μπορεί να πάρει η αφήγηση. Αυτή η
επικέντρωση στην αφηγηματικότητα
πιστεύω ότι είναι μια συνθήκη που με
ακολουθεί σε κάθε δραστηριότητα
(λογοτεχνία, φωτογραφία, περιπλάνηση…).
Στην
περίπτωση του LOOK TWENTY επιδιώκω να
κατασκευάσω μια αφηγηματική φόρμα με
σαφή δομικά χαρακτηριστικά. Η βάση είναι
κάθε φορά 20 φωτογραφίες και ένα βίντεο
συνολικής διάρκειας 8-10 λεπτών με ισόχρονη
διαδοχή των φωτογραφιών και μουσική
υπόκρουση. Κάθε εκδοχή του προγράμματος
αυτού φιλοξενείται στο ηλεκτρονικό
περιοδικό
http://karouzo.com
και
εξετάζει μια προσωπική και ενδοστρεφή,
ίσως και λίγο φορμαλιστική, προσέγγιση
της τέχνης. Όλες αυτές οι διαφορετικές
εκδοχές θέλω να είναι παρούσες στο LOOK
TWENTY.
Πιστεύω
ότι φωτογραφίζοντας επιδιώκω κάποιου
είδους αποκατάσταση της μνήμης. Είναι
ο δικός μου τρόπος να σχετίζομαι με τον
κόσμο, με τους άλλους γύρω μου και με
την προσωπική μου ζωή. Και επειδή την
ίδια στιγμή φέρω και την ιδιότητα του
συγγραφέα, οφείλω να κάνω μια διάκριση
ανάμεσα στους δύο αυτούς αφηγηματικούς
ρόλους: του συγγραφέα και του φωτογράφου.
Η λογοτεχνία είναι για μένα μια
διερευνητική μέθοδος ανοικείωσης της
πραγματικότητας. Η φωτογραφία, αντιστοίχως,
είναι μια διεργασία εξερεύνησης των
σημείων επαφής ανάμεσα στο υποκείμενο
(εμένα) και στον κόσμο. Εντέλει, ίσως η
φωτογραφία να αποτελεί μια ύστατη
επιδίωξη συνδιαλλαγής με τη ζωή. Ίσως
να είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο
απέκτησε σημασία τώρα. Ήδη στα σαράντα
πέντε μου. Τη στιγμή που όλα γύρω μου
μοιάζουν να γίνονται λίγο πιο ενδόμυχα.
Ακόμα και η γραφή...
Ευχαριστώ
τον Αποστόλη Αρτινό για τη φιλία και
την ενθάρρυνση, αυτή η έκθεση γίνεται
επειδή εκείνος τη
θέλησε. Αλλά και τον Κώστα Χριστόπουλο,
συνδιοργανωτή της πλατφόρμας
The
Symptom
Projects.
Επίσης,
τον Περικλή Δουβίτσα για τη συμπόρευση
και τον καλό φίλο και «συναυτουργό»
Γιώργο
Καρουζάκη. Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε
όλους.
Μια
φαινομενολογία της ερημιάς
του Αποστόλη Αρτινού
του Αποστόλη Αρτινού
Η
φωτογραφία δεν υπάρχει. Αυτό που υπάρχει
είναι το βλέμμα της συγκίνησης. Όταν
και όπου αυτό το βλέμμα εστιάζει, ακόμα
και
δίχως τη δική του συγκατάθεση. Είναι τα
πράγματα που αποσπούνε το βλέμμα, το
έλκουν, το εγκαταλείπουν. Ένα αδύναμο
πάντα βλέμμα, ασύνειδο, έρμαιο των
γεγονότων που κυριαρχούνε πάνω του και
γι αυτό ένα βλέμμα που έχει ανάγκη τη
διαμεσολάβηση του μέσου για να καθιερώσει
την όρασή του, τις φασματικές του εικόνες.
Και πάλιν αυτό το πεδίο να μένει ακάλυπτο,
αφερέγγυο, στερημένο νοήματος. Τίποτε
δεν μπορεί να οικοδομηθεί πάνω στο
βλέμμα. Καμιά δομική καταγωγικότητα
και προοπτική. Και βέβαια ούτε ίχνος
αντικειμενικότητας. Μόνον η φαινομενολογία
της ερημιάς του.
Όταν
ο Χρήστος Χρυσόπουλος επισκέπτεται το
πατρικό του διαμέρισμα και φωτογραφίζει
τους χώρους του, αυτό που κάνει στην
πραγματικότητα είναι να εκθέτει το
ψυχισμό του στην τοπική μιας μοναδικής
και κατάδικής του συγκίνησης, να εκτίθεται
σε μια δια-στροφή που εκτρέπει το βλέμμα
σε σημεία που μένουν ανεντόπιστα στην
όραση. Μια γενετική επιστροφή σ' αυτό
που ο Frege
θα ονομάσει “αναιμικό
φάσμα”,
μια υπερβατική και αδιάθετη, δηλαδή,
αναφορικότητα που δεν είναι άλλη απ' τη
μυστική περιοχή της καρδιάς. Εκεί όπου
το πράγμα απολύει το υλικό του ίχνος
και αναδύεται εμψυχωμένο στις μνημοτεχνικές
του ανακτήσεις, στις ανεικόνιστες και
ανεκπλήρωτες επικλήσεις μας μέσα στη
νύχτα.
Οι
φωτογραφίες που ακολουθούν δεν είναι
παρά μια ύστερη απόπειρα “κατανόησης”
αυτής της ψυχικής μας αποπλάνησης. Η
κατανόηση όμως είναι αδύνατη, οι εικόνες
αδιάθετες και η “εσωτερικότητα” του
οφθαλμού ένα θεμελιώδες επέκεινα που
ριζικοποιεί τον ορίζοντα των αντιληπτικών
μας προσδοκιών. Μια “εσωτερικότητα”
που δεν αναγνωρίζεται σε ψυχολογισμούς
ή σε οντολογίες απισχνασμένων εμπειρικών
δομών, αλλά στη δι-αφάνεια των ίδιων των
εικόνων, στο αδιάθετο “Πραγματικό”
των εγγραφών τους. Αδιάθετο·
γιατί η υλικότητα των εγγραφών είναι
πάντα πέραν του νοήματος, μια μη
αναφορησιακή συνθήκη που συγκροτεί στη
καταφατικότητά της και τον τόπο του
εμπειρικού. Η εικόνα άλλωστε είναι ο
αντίκτυπος ενός ερεθίσματος πριν αυτό
ανακτήσει τη συνείδηση του αναφόρου
του. Μια ετερότητα που ενοικεί εντός
μας και μας αφιερώνει σ' έναν κόσμο πέραν
κάθε μορφής και πέραν κάθε νοήματος.
Η
άκρη έτσι ενός επίπλου, το θαμπό φως
ενός πορτατίφ, η στιλπνότητα μιας
πορσελάνης, το σερβίτσιο του λικέρ, δυο
μήλα σε μια φρουτιέρα, το φαρμακείο της
ηλικιωμένης μητέρας, η καδραρισμένη
της φωτογραφία σε νεαρότερη ηλικία,
αυτός ο ακίνητος χρόνος της σιωπής της,
όλα γίνονται βουβοί μάρτυρες μιας
συναισθηματικής εμπλοκής που καθηλώνει
το υποκείμενό της στο συγκείμενο που
το περιβάλλει. Είναι οι χειρονομίες οι
δικές μας και των άλλων που εντυπώνονται
πάνω στα πράγματα, η αύρα μας που τα
ζωοποιεί, οι φωνές που τα εγείρουν, αυτή
η αποκαλυπτική στιγμή όπου ο κόσμος των
πραγμάτων διανοίγεται ανυπεράσπιστος
στο βλέμμα του άλλου, εκεί που απολύει
και την πραγμότητά του και μεταμορφώνεται
σ' ένα απογυμνωμένο, ενεργειακό, σινιάλο,
σε μία ύπαρξη φασματική, όπως ο Πύργος
του Ντουίνο, ένας κόμβος συναισθηματικών
εμπλοκών. Μόνον ο φωτογραφικός φακός
μπορεί να σχηματοποιήσει την ύπαρξη
αυτού του κόσμου, να αναδείξει την
αντικειμενική του πλευρά, όταν το βλέμμα
αρκείται μόνο στην τοπολογική του
κατακρήμνιση, στο σημειακό του αφανισμό.
Στη
φωτογραφική ενότητα “My
mother’s silence”
του Χρυσόπουλου ο θεατής αναγνωρίζει
αυτές τις μαύρες τρύπες της συγκίνησης,
το ανάγλυφό των πραγμάτων της. Αγκυροβόλια
όλα μιας κάθειρξης ψυχικής, μιας
αμετάκλητης δέσμευσης σ' αυτό που ήταν
και θα 'ναι πάντα η βιωτή του ανθρώπου:
μια καθαρή και αναπαράστατη εμπειρία
μοναξιάς.
Όπως
ακριβώς η σκόνη
Ηρακλή Παπαϊωάννου
Ηρακλή Παπαϊωάννου
Εστία οικογενειακή:
τόπος στον οποίο ζυμώνονται σχέσεις
βαθιές, ομφάλιες, αξεδιάλυτες. Αυτό το
αξεδιάλυτο, που συχνά χάσκει σαν διαρκής
εκκρεμότητα, επιχειρεί να ψηλαφήσει ο
Χρήστος Χρυσόπουλος στη σειρά My Mother’s
Silence. Σε ένα ολιγόλεπτο ταινιάκι είκοσι
φωτογραφίες αναδύονται στο φως από
κάπου βαθιά, διατρέχοντας χαμηλόφωνα
την οικιακή τοπογραφία. Η μητέρα σταθερά
απουσιάζει. Διαπραγματεύεται κανείς
πιο εύκολα τον μετεωρισμό ανάμεσα στην
ωμή υλικότητα των πραγμάτων και τα
τρυφερά συναισθήματα όταν είναι μόνος·
γίνεται απρόοπτα ηδονοβλεψίας στο
παρελθόν του και στους τρόπους που
επινοούμε για να διακοσμήσουμε τη
συνθήκη της μοναξιάς. Οι φωτογραφίες
είναι στραγγιγμένες από χρώμα· έχουν
επενδυθεί με μια ψυχρή, μπλε τίντα που
καθορίζει την εσωτερική θερμοκρασία
τους.
Πατρικό σπίτι: τι μπορεί
να ανακαλύψει κανείς εκεί που δεν
γνωρίζει ήδη; Δεν πρόκειται για χώρο
εγκατεστημένο μέσα μας αυτονόητα,
ανεξίτηλα; Στο πέρασμα του χρόνου γίνεται
ένα είδος κιβωτού που συντηρεί τις
αθέατες λόγω συνήθειας, συχνά ασήμαντες
καθαυτές, υλικές σταθερές που μας
συντρόφεψαν. Ο Χρυσόπουλος τις
περιεργάζεται σαν μινιμαλιστικές νεκρές
φύσεις: το αγαλματάκι του κιθαριστή στο
κεντημένο σεμέν, τα κρόσια της πολυθρόνας
που ευθυγραμμίζονται στην προσταγή της
βαρύτητας, κηροπήγια, μπιμπελό, όλη η
μεσοαστική σημειολογία της οικογένειας
ξεδιπλώνεται εδώ με τρόπο προσωπικό
και συγχρόνως συλλογικό. Παρατηρεί
ακόμη τη σκάλα που γεωμετρεί τα βάθη
του σπιτιού, το φυλαχτό στη γωνιά του
κρεβατιού, το πολύπριζο που χάσκει στα
πλακάκια σαν αλλόκοτη νεκροκεφαλή. Ένα
αμπαζούρ φωτίζει θαμπά σε πολύ κοντινή
ακτίνα. Κάπως έτσι πορεύονται οι
οικογένειες: σε ημίφωτα, να βλέπει κανείς
όσο φτάνει για να μη σκοτωθεί. Από εκεί
και πέρα πηγαίνει στα τυφλά, μέσα σε
αδιαβάθμητο σκοτάδι.
Σκιές: αυτές του πατρικού
σπιτιού σωρεύουν βάρος αόρατο. Έχουν
αφομοιώσει βουβά εντάσεις, λυτρώσεις,
εξαρτήσεις, συμβιβασμούς, ηδονές αθώες
και ένοχες, ιστορίες ανομολόγητες
παιγμένες σε μια απαράλαχτη σκηνογραφία
πίσω από την ευδιάκριτη τάξη της οποίας
κρύβονται επιμελώς η αγωνία και η
αδρεναλίνη της ύπαρξης. Οι σκιές αυτές
άλλοτε προβάλλουν αιχμηρές μαχαιρώνοντας
τη σάρκα της φωτογραφίας, κι άλλοτε
κυκλώνουν τα πράγματα αινιγματικά.
Σιωπή: το πατρικό σπίτι
είναι ο ακούσιος ενορχηστρωτής της
μνήμης, διαμεσολαβημένος από άγραφες
συμβάσεις και κοινωνικά τυπικά. Όταν
όμως ο καιρός πλέον μαζευτεί, οι μάχες
έχουν δοθεί, οι άμυνες έχουν παραδοθεί,
τα γέλια έχουν παγιωθεί στις καδραρισμένες
τους εκδοχές, όταν το ενδεχόμενο ενός
κάποιου τέλους αρχίζει να μη φαντάζει
πια αδιανόητο, μια ελεγειακή σιωπή
τυλίγει τα πράγματα αργά και αθόρυβα,
όπως ακριβώς η σκόνη.
Ο Ηρακλής
Παπαϊωάννου
είναι επιμελητής του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου