Της Γλυκερίας Μπασδέκη*
Έχω το λόουερ κι ανοιχτούς πόρους. Οι άλλες δεν έχουν ανοιχτούς πόρους και μιλάνε γαλλικά φαρσί. Τη μία τη λένε Μαίρη και την άλλη Λω και τάχα μου τις φιλοξενώ για το καλοκαίρι. Λένε ότι είναι γαλλίδες ποιήτριες- ψέματα, η μία εκ Τριπόλεως κι η άλλη απ’ την Αμφίπολη Σερρών. ΄Εχεις και το λόουερ, έχεις και το λόουερ, έχεις και το λόουερ-με κοροιδεύουν συνέχεια, λες κι έκανα καμμιά αμαρτία. Είναι πολύ κακές και πολύ όμορφες. Ένα εβδομηνταδύο, γαλλικές μύτες, γράφουν σονέτα και παντούμ. Όταν γυαλίζει η μύτη μου ντρέπομαι και κλαίω-να στύψεις λεμόνι η μία, να πέσεις απ’ τον έκτο η άλλη-βάζω τα κλάματα και τρέχω στο ντιβάνι.
Έχω το λόουερ κι ανοιχτούς πόρους. Οι άλλες δεν έχουν ανοιχτούς πόρους και μιλάνε γαλλικά φαρσί. Τη μία τη λένε Μαίρη και την άλλη Λω και τάχα μου τις φιλοξενώ για το καλοκαίρι. Λένε ότι είναι γαλλίδες ποιήτριες- ψέματα, η μία εκ Τριπόλεως κι η άλλη απ’ την Αμφίπολη Σερρών. ΄Εχεις και το λόουερ, έχεις και το λόουερ, έχεις και το λόουερ-με κοροιδεύουν συνέχεια, λες κι έκανα καμμιά αμαρτία. Είναι πολύ κακές και πολύ όμορφες. Ένα εβδομηνταδύο, γαλλικές μύτες, γράφουν σονέτα και παντούμ. Όταν γυαλίζει η μύτη μου ντρέπομαι και κλαίω-να στύψεις λεμόνι η μία, να πέσεις απ’ τον έκτο η άλλη-βάζω τα κλάματα και τρέχω στο ντιβάνι.
ΣΤΟ ΝΤΙΒΑΝΙ
Στο ντιβάνι είμαι πολύ έξυπνη και παίζω και πιάνο α κατρ μεν.
Μ’ αγαπάει ο κύριος Βεργόπουλος ο Φυσικός και θέλει να πάμε διακοπές στην
ιδιαίτερη πατρίδα του, τη Στεμνίτσα Αρκαδίας. Περνάμε τη γέφυρα μαζί μ’ έναν
λόχο πεζικού κι η γέφυρα δεν πέφτει και μου λέει μπράβο δεσποινίς Αναλύζα , είστε πολύ έξυπνη και καταλάβατε τις εξαναγκασμένες
ταλαντώσεις και τις εφαρμογές του συντονισμού και θα σας βάλω δεκαεννιά μισό. Αυτές τις κλειδώνω στη ντουλάπα, εντέ μουά, κλαψουρίζουν, εντέ μουά στα γαλλικά κι εγώ τραγουδάω έχω και το λόουερ, έχω και το λόουερ κι η μύτη μου γυαλίζει στο σκοτάδι σαν το
στοιχείο πολώνιο.
ΤΟ ΠΟΛΩΝΙΟ
Οι άλλες είναι φοβερές ψεύτρες. Τάχα τη μία τη λένε Μαρί και
την άλλη Κιουρί κι έχουν ανακαλύψει το
πολώνιο Τα απογεύματα βγαίνουν βόλτα στην πόλη και χαζεύουν. Κάθονται στα
σκαλάκια του Ινστιτούτ Φρανσέζ ντ’Ατέν και μιλάνε Γαλλικά με πολωνικό αξάν.
Επειδή είναι ψηλές δε γελάει κανένας. Ανοίγουν επίτηδες τα πόδια τους και
δείχνουν το κυλοτάκι τους στους περαστικούς. Τάχα ζεσταίνονται και μετά
τραγουδάνε το φρέρε ζακ και το αλονζαφάν ντελαπατρί κι όλο χάχανα και
γελάκια κι όταν γυρίζουν σπίτι έχεις και το λόουερ, έχεις και το λόουερ, έχεις
και το λόουερ με κοροιδεύουν συνέχεια και γυαλίζει η μύτη μου. Τότε εγώ
πεισμώνω και παίρνω το μπλοκάκι μου και γράφω ένα πολιτικό ποίημα.
ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΑΛΥΖΑΣ
ΣΤΗ ΝΙΚΑΡΑΓΟΥΑ
Ομόφωνα οι Επιτροπές
εμένα επιλέξαν
και για κομματική αρετή
τον έπαινο μου πλέξαν.
Εσύ Θα πας, εσύ θα πας,
εσύ θα ταξιδέψεις
και εκατό σακιά καφέ
ξέρουμε θα μαζέψεις
(ΔΕΝ ΘΑ ΚΑΝΩ ΠΙΑ
ΜΠΟΥΓΑΔΑ
ΘΑ’ ΜΑΙ ΠΡΩΤΗ ΣΤΗ
ΜΠΡΙΓΑΔΑ
ΘΑ’ ΜΑΙ ΠΡΩΤΗ ΣΤΗ
ΜΠΡΙΓΑΔΑ
ΘΑ’ΧΕΙ Η ΜΥΤΗ ΜΟΥ
ΓΥΑΛΑΔΑ δις)
Η ΜΥΤΗ ΜΟΥ
Η μύτη μου γυαλίζει και μερικές φορές ντρέπομαι.΄ Άλλες δεν
ντρέπομαι. Τώρα είμαι πολύ θυμωμένη γιατί αυτές οι ψευτογαλλίδες καμαρώνουν που
έχουν γαλλικές μύτες κι όλο τις πιάνουν και τις χαιδεύουν και με κοροιδεύουν και λένε πως το κουτάκι μου
έχει μεγάλα δόντια –το κουτάκι σου έχει
μεγάλα δόντια σαν της μάγισσας, είσαι
δοντού, είσαι δοντού, είσαι δοντού ουρλιάζουν και μετά χαχανίζουν για το
λόουερ-έχεις και το λόουερ,έχεις και το
λόουερ,έχεις και το λόουερ και χορεύουν
μπλουζ χωρίς μουσική και δίνουν μεγάλα γαλλικά φιλιά στο στόμα και μένα δεν με
παίζουν κι απ’ τη στεναχώρια μου στάζει αίμα απ’ το κουτάκι μου.
ΤΟ ΚΟΥΤΑΚΙ ΜΟΥ
Το κουτάκι μου είναι πολύ άσχημο κι έχει μεγάλα δόντια σαν
σουβλιά κι όταν βάζω το χεράκι μου να τ’ ανοίξω με δαγκώνει και φοβάμαι πολύ
και κάνω την προσευχή μου στον ΄Αγιο Σαμψών τον Ξενοδόχο. Κι από τη μέρα που
ήρθαν αυτές οι φραγκόκοτες μεγάλωσαν τα δόντια και δεν μπορώ ούτε τα τσίσα μου
να κάνω κι αυτές κρυφοκοιτάζουν απ΄ το ματάκι του μπάνιου και μετά μπαίνουν
μέσα και με κλωτσάνε και με φτύνουν και φωνάζουν δυνατά είσαι δοντού, είσαι δοντού, είσαι γριά και άσχημη και μοιάζεις με
μαιμού. Και δεν κλαίω, μόνο στεναχωριέμαι κι αποφασίζω να τις διώξω και να
μην τις ξαναφέρω στο δωμάτιο μου.
ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ ΜΟΥ
Το δωμάτιο μου είναι
πολύ ωραίο και το αγαπώ.΄ Εχει πολλές αφίσες με ηθοποιούς και πολλές
εικονίτσες. Οι άλλες παίρνουν τους μαρκαδόρους μου και ζωγραφίζουν μουστάκια
και μούσια πάνω στους σταρ κι έβαλαν και κραγιόν στην Παναγίτσα και καθόλου δεν
τις νοιάζει αν θα πάνε στην κόλαση. Τις μισώ πολύ πολύ αλλά θέλω και να είμαστε
φίλες γιατί δεν ξέρω άλλα κορίτσια αλλά δεν θέλω να με κοροιδεύουν και είμαι
πολύ μπερδεμένη. Κι επειδή αυτές λένε ότι είναι ποιήτριες κάθομαι και τους
γράφω ένα ποίημα και τ’ αφήνω στο κομοδίνο.
ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ
ΑΝΑΛΥΖΑΣ
Η ΦΙΛΙΑ
Θέλω να κάνουμε παρέα
και να διαβάζουμε μαζί,
να πάμε βόλτες, τι
ωραία!
να’ χουμε πάντοτε γιορτή
Θέλω να δίνουμε φιλάκια
με τις γλωσσίτσες μας
βαθειά,
να βγάζουμε μαζί
σπυράκια
και να τα σπάμε χαρωπά.
Θέλω να είμαστε τρεις
φίλες
έξυπνες, όμορφες, γλυκές
να’ χουμε τέλειες
καμπύλες,
να μην χωρίσουμε ποτές!
ΟΙ ΑΛΛΕΣ (μετά)
Οι άλλες το βρίσκουν συγκινητικό και χαίρονται πολύ γιατί
κατά βάθος είναι ευαίσθητες και κατάγονται από τα Τρίκαλα Ημαθίας.’ Ερχονται
και μου ζητάνε να τις συγχωρήσω κι εγώ λέω ναι ναι και μπαίνουμε κι οι τρεις
κάτω απ’ το πάπλωμα και χαιδευόμαστε και φιλιόμαστε με γλώσσα κι ανοίγουμε τα
κουτάκια μας κι ούτε δόντια, ούτε ούτε, είμαστε πολύ όμορφες και μιλάμε γαλλικά
και τη μια τη λένε ΄Ανα και την άλλη Λύζα κι όλες μαζί Αναλύζα, Αναλύζα-μας
λένε Αναλύζα και λάμπουνε οι μύτες μας στο σκοτάδι.
2 σχόλια:
σας αγαπώ
η θεία σας, ρεβέκκα
ανα(β)λύζει παιχνιδίσματα, τριποδισμό, ...Μπράβο Ριρίκα.
κος Ηλίας (με τα εργαλεια)
Δημοσίευση σχολίου