Του
Αποστόλη Αρτινού
Το μέρος
έχει μια προοπτική, μία αδύνατη προοπτική, τη προοπτική του όλου. Ένας
ορίζοντας κατανόησης που διαπλάθει και την εσωτερικότητα της πυρηνικής του
αδυναμίας. Μια ενορατική, αποκαλυπτική διάσταση που όσο διανοίγεται, τόσο κι
επικεντρώνεται στην αλήθεια μιας αποσπασματικής εκφοράς. Γιατί το όλο διαφεύγει
κι από-καλύπτεται μόνο, γιατί είναι αόρατο, γιατί είναι η ίδια η αδυνατότητα
της σκέψης. Μια παραβίαση κι αμέσως αυτό δι-εγείρεται στο σύμπαν των
αναπαραστάσεών του. Τα θραύσματα, έτσι, είναι εκλάμψεις μιας νύχτας, ρηξιγενή
συμβάντα, κι αποκαλυψιακές εκφορές. Στη νύχτα αυτή, αναλαμβάνουν και την έδρα
της εκ-στατικότητάς τους, την προνομία μιας εξαίρεσης μοναδικής, το μίτο μιας
αφήγησης μυστικής κι αδιατύπωτης που ενσταλάζει όμως τη μαγεία της, μια
παραμυθιακή αχλύ που σπαργανώνει το νου διευρύνοντάς τον. Είμαστε έξω απ' τη
προσδοκία του μεγάλου πλάνου, αποστρεφόμενοι τον ανοικτό ορίζοντα, κι επικεντρωμένοι
σε σημεία, που όμως κάτι μαρτυρούν, κάτι μαρτυρικά διασώζουν. Σ’ αυτά τα
σημεία, σ’ αυτές τις μυστικές κρύπτες του νοήματος, διασώζεται μια ενεργή μνήμη
του κόσμου, μια γρηγορούσα συνείδηση, αν κι εν υπνώσει. Η ώρα της αποκάλυψής
της είναι κι η ώρα της έκκλησής της, αυτή πάντα η ώρα του μεσονυκτίου. Έτσι
απλά, αν κι όχι ακόπως, σ’ αυτή τη νύχτα, σ’ αυτή την ώρα της νύχτας,
μεταδίδεται, εξ αίφνης, και μια γνώση του κόσμου, απ’ αυτή τη ρηγματώδη συνθήκη
του θραύσματος, όπως αυτό διασώζεται διαρρηγμένο, διανοιγόμενο, και πάντα
απολεσμένο.
Η
πραγματικότητα του θραύσματος δεν είναι μια ελλειπτική πραγματικότητα, δεν
είναι το θραύσμα μια έλλειψη του όλου, αλλά η μήτρα του, ένα εντυπωμένο σημάδι
που διατίθεται στην αναγνώρισή του. Ακόμη κι όταν η υλικότητά του είναι μια
απογυμνωμένη μορφή πάλιν είναι ο τόπος μιας αποσυρόμενης γραφής. Το όλο
εγγράφεται πάντα σε μια αποστέρηση, σε μια αδυναμία κατανόησης. Αφήνει μόνο τα
ίχνη του, ενδείξεις αυτά της διασποράς του, σινιάλα όλα μιας απόκοσμης καταγωγής.
Το θραύσμα μάλιστα είναι έργο αυτής της βίας, της βιαιότητας της γραφής. Η
εγγραφή γίνεται πάντα σε μια εύθραυστη ύλη, ακόμη κι όταν λαξεύεται σε πέτρα.
Είναι μια βία που χαράσσει την επιφάνεια του Πραγματικού, τη φορτίζει με
νοήματα κι ύστερα την εγκαταλείπει στο άνισο μιας χρονικής ακολουθίας και στις
μορφογενέσεις που αυτή του επιφέρει. Μένει μόνο μια ρηγματωμένη μορφή, με τα
μισοσβησμένα της ίχνη, βαθιές αυλακώσεις αυτά που υποχωρούν.
Το
θραύσμα έτσι σχεδόν δεν υπάρχει, έχει απολέσει το σχήμα του. Γιατί το σχήμα
θεωρείται, επιζητά την απόσταση της θεώρησής του, το απομακρυσμένο του πλάνο, αλλά
ούτε αυτό υπάρχει, γι’ αυτό και το μάτι επικεντρώνεται διαρκώς, εστιάζει στο
ελάχιστο. Το θραύσμα καλλιεργεί την εγγύτητα, εξασκεί το μάτι στη λεπτομέρεια,
δεν αποστασιοποιείται, δια-γράφει το όλο στη μερικότητα της αλήθειάς του, μέχρι
στο ελάχιστο σημείο της αφάνειάς του, στο τρίμμα, στο ίχνος, στην απόλυτη
αφαίρεση. Εγκαταλείπει έτσι όλα τα πέπλα της αληθοφάνειάς του, αυτές τις
ταπεινές νοηματοδοτήσεις μας, κι απογυμνωμένο αποκαλύπτεται πέραν του νοήματος,
σ’ ένα εκστατικό Πέραν, όπου τίποτε δεν νοείται, μα όλα μοναδικά θεωρούνται,
αυτή η εκστατική στιγμή του Ηράκλειτου με τα βότσαλα στις όχθες του ποταμού,
έλαμπαν μέσα στη πυρηνική τους καθαρότητα, σ’ αυτή τη νοηματική τους αδιαθεσία.
Το
θραύσμα ενέχει τη θέση του φαντάσματος. Η υλικότητά του είναι απείρως
φασματική. Είναι και δεν είναι. Διατίθεται μένοντας αδιάθετο. Διεγείρεται στο
γνόφο της αγνωσίας του και εκδηλώνεται σε φαντασιακές προβολές. Ο μετεωρισμός του,
το θραύσμα δεν λαμβάνει χώρα, αποδίδει την απροσπέλαστη ανοικειότητά του, το ίχνος
της απορφανισμένης του γλώσσας. Η τροχιά του είναι μια τροχιά απόσυρσης και
καταβύθισης καταγωγικής. Μια οντολογική δυναμική που εγείρει και το
κρυπτογράφημά του, τις μυστικές του κειμενοποιήσεις, όπου ανήκει και δεν
ανήκει. Το περιεχόμενο του είναι αυτός ο εσωτερικός του διχασμός, γι’ αυτό και
μόνο η ψευδωνυμία μιας ποιητικής εκφοράς μπορεί κάτι απ’ αυτό το ίχνος να
διασώσει και να μαρτυρήσει. Ακρώρεια αυτή μιας διακινδύνευσης, όπου το
ανείπωτο, όπως θα ’λεγε ο Lacan, εγείρει το λόγο, τη δυνατότητα ενός λόγου, και
τη μυστική του απόλαυση. Το θραύσμα, το θραυσματικό απόσπασμα, γίνεται έτσι και
το σύμπτωμα αυτού του ανείπωτου, το ανάγλυφο ενός ερειπωμένου λόγου, το ίχνος
εν τέλει μιας φιλοσοφικής διαφοράς. Η αποκαλυπτική του εντοπίζει σημεία
διασυρμού, δομικές αντιθέσεις, αυτή την ίδια την ανοικτότητα του ίδιου, το
εύρος των πολλαπλών καταγωγών του κι αυτών των αναγνωστικών του προκλήσεων.
Το
θραύσμα έτσι είναι ένα αίνιγμα, όχι λόγω της θραυσματικότητάς του, αλλά λόγω
αυτής της αποκαλυψιακής του ευρύτητας. Ο Adorno δεν θα διστάσει να ονομάσει τη
περιοχή αυτής της διάνοιξης ιερή, γιατί εκεί αποκαθαίρεται ο λόγος, η Ποίηση
απ’ τη λογοτεχνία της, όπως ωραία θα το διατυπώσει ο Heidegger, και διανοίγεται
ένα περιβάλλον αναφορών στο εκλιπόν σημείο, στην απολεσμένη ενότητα. Σ’ αυτό το
διασαλευμένο περιβάλλον τίποτε δεν παρίσταται ακέραιο, όλα αχνοφαίνονται σ’ ένα
«ιχνογράφημα» σημείων, όπως θα τ’
ονομάσει ο Derrida. Δομικές διαταραχές που διαγράφουν και το πλέγμα της
απουσίας, το κειμενικό πλέγμα του ίχνους. Ένα κείμενο που αστραποβολά στις
διαταραχές του, στις σημειακές του προκλήσεις, πάντα ένα κείμενο σε αναστολή
και περιδίνηση. Αυτό είναι το θραύσμα,
αυτό επιτάσσει ο χαρακτήρας του, η καταστατική του έλλειψή, πάντα να τελεί «υπό αναβολή», να υπομένει έναν μη
παραγωγικό χρόνο, να υπομένει, εν τέλει, την ίδια την αναμονή του.
Τα
θραύσματα διανοίγουν έναν ορίζοντα πολυπρισματικό, μια λαβυρινθώδη αφήγηση που
εκτρέπεται διαρκώς. Είναι συμβάντα που παραστέκονται στην εκτροπή τους, σε μία
κίνηση πέραν του νοήματος, όπου εγγράφεται κι η γλωσσική τους διαφορά.
Διασπορές που κάποτε καταλήγουν επιχειρώντας να σκιαγραφήσουν τ’ ανήσυχο παρόν
μιας σκέψης, το ίχνος ενός εφήμερου νοήματος. Η εμπειρία τους είναι
παροξυσμική, καθώς υποδέχεται έναν πληθωρισμό διακρίσεων που αδυνατεί να
εκφραστεί όμως στη πραγματικότητα των σημείων. Το θραύσμα έτσι έχει μια εκφραστικότητα
σκοτεινή, που δεν αναπαριστά την εξωτερικότητα της έλλειψής του, αλλά παριστά την
έλλειψη της δομικής του εκ-σωτερικότητας, αυτή που φέρει ως γενέθλιο τραύμα. Τα
σημεία του είναι κι οι μαύρες τρύπες του νοήματός «του», κενά σινιάλα,
ψευδαισθητικές εκτροπές, υποδοχές διαφορών που δεν καταλήγουν. Η νύχτα του
θραύσματος είναι αυτή η νύχτα της γραφής που αποδίδεται, αλλά δεν δίδεται, δεν
οικειώνει την ουσία της, εμμένει στην αδιατύπωτη αλήθειά της, στο σκοτεινό της πεπρωμένο.
Ως
αποκαλυψιακά συμβάντα τα θραύσματα συνάζουν γύρω τους στιγμές εγρήγορσης.
Εννοιολογικές εξάρσεις που επιδίδονται σε μορφολογικά αξιώματα. Κόμβοι μιας
ιδιαίτερης πύκνωσης που συντάσσουν μ’ ένα ασύντακτο, και εν πολλοίς, τυχαίο
τρόπο, τη θεωρία των μορφικών τους συγκινήσεων. Οι εγγραφές αυτές συνιστούν, μ’
έναν ιδιαίτερο τρόπο, και την οικονομία του θραύσματος, τη στρατηγική του μέσα
στον κόσμο των αναπαραστάσεων. Πολλές απ’ αυτές τις μορφές επιστρέφουν στην
καταγωγική τους λήθη, σβήνουν ακόμη και το ίχνος της ανάμνησής τους. Είναι
υποθέσεις που υποχώρησαν στην πύκνωση κάποιων άλλων σημείων, στην ανάδυση
κάποιων άλλων μορφών. Δεν έχουμε να κάνουμε εδώ τόσο με μια χρονική ακολουθία
συμβάντων, όσο με μια αέναη δομική ανασυγκρότηση που επαναδιαθέτει το φορτίο της
ισχύος της. Μια διαρκής ανάλυση δεδομένων στη ταυτοχρονία μιας κβαντικής
χρονικότητας που ανακατανέμει αστραπιαία και ατάκτως τα pixel της. Το θραύσμα
είναι αυτή η ανησυχαστική στιγμή που υπερέχει μέσα στο ρέον νόημα των ημερών,
μία αστάθμητη θέση επί τω έργω κι επί ματαίω, μία ομοίωση χωρίς όμοιο της, ένα ερειπωμένο
απολίθωμα που μένει στη μοναδικότητα της γραφής του και στο ανεντόπιστο της
διαφοράς της, εκεί που διασώζεται, ακέραιη όμως, κι αυτή η διαλεκτική του
σημασία.
Η διαλεκτική
του θραύσματος είναι ο αποκαλυπτικός του χαρακτήρας. Μικρές ενορατικές
εξάρσεις, που δεν εκθέτουν τόσο το αντί-κείμενο τους, όσο τη σημαίνουσα διαφορά
της δικής τους μερικότητας. Το θραύσμα εξέχει σε κάθε απόπειρα κατανόησης,
χειραγώγησης και σύνθεσης, είναι αυτό που διαχωρίζει τη θέση του μέσα στο
συνεχές ενός σημασιολογικού ορίζοντα κι αποκαλύπτεται ως ένα αποδομητικό
συμβάν, ως μια μαύρη τρύπα που μας εκβάλλει στην απειρότητά του. Αυτή η
συμβαντική, σπερματική τροχιά του θραύσματος που διανοίγει ένα πεδίο καινοφανών
καταστάσεων και που αδυνατούν να αναγνωριστούν σε οποιαδήποτε τυποποίηση.
Είμαστε στο πεδίο μιας γλώσσας αποκαλυψιακής, στη συχνότητα του μη αποκρίσιμου,
που στιγματίζει το περιβάλλον των εγγραφών του διασαλεύοντάς το. Και πάλιν αυτό
το αποτύπωμα να μην αφήνει τον τύπο του πουθενά, να εξέρχεται κι απ’ τη δική
του εξαίρεση, εγκαταλελειμμένο στη μεσσιανική προοπτική του.
Ο χρόνος
του θραύσματος είναι το εκστατικό παρόν, όχι το στιγμιαίο παρόν μιας χρονικής
συνέχειας, δεν συνομιλεί με κανένα αναγνωρισμένο παρελθόν και με κανέναν προσδοκώμενο
μέλλον, αλλά ένα παρόν που υπομένει την καθετότητα της στιγμής του. Η ώρα είναι
νυχτερινή, πάντα η ώρα του θραύσματος είναι νυχτερινή, κι η στιγμή του είναι
μια αναμμένη λαμπάδα, μια εν εγρηγόρση αναμονή. Το θραύσμα σ’ αυτήν την άπειρη
στιγμή του υπομένει και την υπόσχεση της εκπλήρωσής του. Όχι την υπόσχεση της
πλήρωσης της έλλειψής του, της απόδοσης της ολικής του εικόνας, αλλά την
εκπλήρωση της αδύνατης αναπαράστασής του. Τη στιγμή αυτή, που ο Benjamin θα την
ονομάσει αστραπή, η θραυσματική οντότητα αποκαλύπτεται, αποκαλύπτεται στη
φωτοχυσία αυτής της αστραπής, στο καταγωγικό πεδίο των ονοματοδοτήσεων της, ένα
πεδίο κατάγραφο, πυκνό, σκοτεινό κι αδιάγνωστο. Το θραύσμα έτσι δεν βρίσκει τη
θέση του, δεν συμπληρώνει το πάζλ, αλλά το αποδομεί εντελώς, το διαταράσσει,
γιατί η αποκαλυπτική του στιγμή είναι μια συμβαντική στιγμή, μια στιγμή που δεν
εγγράφεται πουθενά, σε κανένα στρατήγημα της ιστορίας.
Το comma του θραύσματος, το διάκενο αυτό
μιας ιστορίας, συγκροτεί το παρόν μιας έκλαμψης μυστικής. Μιας έκλαμψης που
διαυγάζει τη μορφή του στην ακαριαία χρονικότητά της. Είμαστε πλέον στην
ποιητική των ιχνών, στις εξάρσεις τους, όπως αυτή η ώρα, είπαμε, η ώρα του
μεσονυκτίου, επιτρέπει. Τι μπορεί να ιχνηλατηθεί αυτή την ώρα; Ποια διάρκεια
αχνοφαίνεται; Ποια στοιχείωση, ελάχιστη έστω, διατίθεται; Διατίθεται κάτι; Η
ερωτηματοθεσία αυτή ματαιοπονεί. Η νύχτα του θραύσματος δεν νοηματοδοτεί-ται. Η
νύχτα είναι, κυριολεκτικά, ονειροπαρμένη, μία εξαίρεση απ’ το νόημα, μία
διάσταση εξιστάμενη, αυτή η ίδια η περιοχή του Έξω. Εν τούτοις η υλικότητα του
θραύσματος είναι εδώ, η αντανάκλαση της εικόνας του επίσης, κι η
χωροχρονικότητά του εντοπισμένη, μα κάτι, όπως πάντα, διαφεύγει, μια αύρα που απομακρύνεται,
αυτή η υπερεκχείλιση των πραγμάτων, το εύρος της αλήθειάς τους, κι αυτό μόνο.
Το παραπάνω κείμενο εμπεριέχεται
στον κατάλογο της έκθεσης «Fragments»
«Fragments» / Αρχαιολογικό
Μουσείο Άμφισσας / 25 Σεπτεμβρίου - 28 Νοεμβρίου, 2021
Φωτογραφία: Λίζη Καλλιγά. Θραύσματα, Αρχαιολογικό Μουσείο Δελφών, φωτογραφία-40Χ50 εκ, 2021.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου