Αρχαιολογικό Μουσείο της Άμφισσας
(19 Σεπτεμβρίου έως 28 Νοεμβρίου 2020)
Επιμέλεια: Αποστόλης Αρτινός
Το Σεπτέμβριο του 2019 συμμετείχα στην ομαδική έκθεση “Poisons” του the symptom projects. Τότε, κι εντελώς
τυχαία, επισκέφθηκα το Αρχαιολογικό
μουσείο της Άμφισσας, κι εντόπισα, ανάμεσα στα πολύ ενδιαφέροντα εκθέματα του,
μικρά κεραμικά γλυπτά στις προθήκες του που αμέσως με έκαναν να σκεφτώ
αμφίδρομους συσχετισμούς με δικά μου κεραμικά έργα.
Πρότεινα την ιδέα μιας σχετικής έκθεσης στον Αποστόλη Αρτινό
και αμέσως με ενθάρρυνε να προχωρήσω. Στην έκθεση «Saxa loquuntur», επιχειρώ
έναν διάλογο λοιπόν με αυτά τα εκθέματα
του μουσείου της Άμφισσας, έργα πάνω στο δίπτυχο ζωή - θάνατος, σε
έννοιες όπως η αναζήτηση, η οικία, ο φόβος, η ίαση, το ερείπιο, καθώς και στην
ιδέα της συλλογής αντικειμένων που
σχολιάζουν την καταγραφή της μνήμης, και τη διαστρωμάτωσή της.
Γιώργος Τσεριώνης
Ça parle
Του Αποστόλη Αρτινού
Το ιδιόλεκτο του
Άλλου, η ιδιορρυθμία του, εκ-δηλώνεται στο περιβάλλον μιας αδυναμίας, μιας
αδύνατης θέσης. Αυτό που του διανοίγεται, είναι κι αυτό που διασχίζεται, η
διάσχιση μιας δομής, η εσωτερική ερημιά της, η δομική της εξάντληση. Γιατί η
θέση του Ίδιου, είναι μια θέση αρνητική, μια κατοπτρική ατοπία, κάτι που μόλις
διαφαίνεται, κι όσο διαφαίνεται τόσο διασαλεύεται κι ο ορίζοντας της απεύθυνσής
του. Βρισκόμαστε ήδη στη μεθόριο μιας παρέκκλισης, μιας αλύσωσης παρεκκλίσεων,
σ’ αυτή τη μεθόριο του Έξω, στις επιστροφές του, ξανά και ξανά.
Που διαγράφεται
όμως αυτή η ιδιορρυθμία; προς ποια κατεύθυνση; και προς τι; Στον ορίζοντα αυτών
των διερωτήσεων αυτό που ιχνογραφείται δεν είναι τόσο το αντίκρισμα της
προσδοκίας, όσο το ανιχνεύσιμο σημείο της εκδήλωσής της. Γιατί το Ίδιον
αναγνωρίζεται καθώς αποσπάται κι εσωτερικεύεται μόνο. Η καταγωγή έτσι
επιφυλάσσεται, διαθέτει τα χαρακτηριστικά της σημεία στο χείλος της
υπερεκχείλισής της, εκβάλλοντάς τα σε ομοιώσεις κι αναμορφωτικές προβολές.
Παρεκκλίσεις που ’ναι μαζί και εκκλήσεις. Εκλύομαι κι ελκύομαι στο αναπόδραστο
μιας έλλειψής μου καταστατικής. Κάτι που μου διατίθεται απομακρυσμένο και μου
διαφεύγει στη σπαρακτική του εγγύτητα. «Έλα πιο μακριά, φύγε πιο κοντά»,
(Heiner Müller). Μια αντιστροφή που μου διανοίγει και το πεδίο των εσωτερικών
μου αντηχήσεων, αυτών των μοναδικών μου αναμονών.
Το Άλλο μού
αποκαλύπτεται στη σκοτία του ονόματός του, με εγγράφει στο ανεγγράψιμο αυτού
του ονόματος, με εκθέτει στην επιτελεστικότητα της δικής του σκηνής, με υποβάλει
στο μη ανήκειν, σε μια φασματική επιφάνεια που εξαχνώνεται σε όλες τις
χειρονομίες μου και παρ’ όλα αυτά τις εγείρει. Βρισκόμαστε μέσα σ’ ένα
παλίμψηστο εγγραφών, των εγγραφών μιας αδιάλειπτης βουής, μιας φωνής που
’ρχεται απ’ Έξω - ça parle - ακόμη κι όταν μοιάζει αυτή να σωπαίνει. Ένα
παράσιτο στ’ αυτί, και με τα ιλιγγιώδη επεισόδια των καθηλώσεών μας, συμπτωμικά
κι ανεξίτηλα, αυτή η ανησυχαστική μας στάση απέναντι στο Άλλο που διαρκώς μας
εγείρει την παρουσία του, αλλά ποτέ και την αυτοπρόσωπη αλήθειά του.
Η σκηνή του Άλλου
είναι μια σκηνή που επιδεινώνει όλες αυτές τις διακρίσεις. Μια σκηνή που
αφομοιώνει αλλά κι ανομοιώνει μαζί, όπως επισημαίνει ο Freud. Μια απροϋπόθετη
σκηνή που υπερέχει, οικεία, μαζί κι απροσπέλαστη, που διαθέτει συνεχώς, και σε
αφθονία, τον ανταγωνισμό της. Στη φασματική αυτή σκηνή, αν μπορεί να υπάρξει
ποτέ άλλης πραγματικότητας δομή, αυτό που διασώζεται είναι κι αυτό που
υπονομεύεται. Το Άλλο με σαγηνεύει γιατί προσδιορίζει τ’ απροσδιόριστο της
καταγωγικής μου μοναξιάς, εγκαταλείποντας με αναπόδραστα σ’ αυτή. Προσεγγίσεις
λοιπόν κι απομακρύνσεις, δισταγμοί κι απροσδόκητες ενθαρρύνσεις. Το Άλλο που
’ναι μια ασύνειδη πρό(σ)κληση, μια σκοτεινή σαγήνη, κι ένα αδύνατο πεπρωμένο.
Κι ενώ το Ίδιον πορεύεται, το Άλλο προπορεύεται πάντα, αντιστεκόμενο σ’ όλες
τις αναπαραστάσεις του, σ’ όλες τις δυνατές του ομοιώσεις. Κι εν τούτοις πάντα
ορατό, όχι στις πρωτότυπες διεμφανίσεις του, αλλά στις ομοιώσεις της γλωσσικής
του εκκεντρικότητας, στην αλλότητα του αποδιδόμενου ίχνους του. Είναι μάλιστα
σ’ αυτή την απόδοση, σ’ αυτή την εξαρνημένη από-κάλυψή του, που εγείρονται κι
οι γραφές του κόσμου. Γράφοντας το ίχνος του Άλλου, γράφεις τη δική σου γραφή,
που δεν είναι πλέον μια δική σου γραφή, αλλά αυτή η γραφή του Άλλου, αν κι όχι
ακριβώς. Το Ίδιον έτσι, καθώς εξέρχεται, αλλά ποτέ όμως στον τόπο του Έξω,
δοκιμάζεται σε μίαν άγνωστη γλώσσα, που δεν είναι η αμίλητη και αμίμητη γλώσσα
του Άλλου, αλλά αυτή η ποιητική γλώσσα, μια γλώσσα που ποιεί φαντάσματα μόνο,
και το δικό της φάντασμα, που ’ναι το φάσμα του Ίδιου.
Saxa loquuntur,
(οι πέτρες μιλούν). Ο Freud κι η μικρή συλλογή των αρχαίων γλυπτών του. Οι
πέτρες φέρουν εγγραφές, πολλές φορές τ’ ανεγγράψιμο, τη διαφωρά. Οι πέτρες
είναι μια επιστροφή, το απόλυτο άλλο. Ένα όριο που διαφυλάττει τα ίχνη του, ένα
αδιαίρετο όλο, που δεν ενδίδει στη σκέψη, δεν γίνεται τ’ αντικείμενό της, αλλά
είναι αυτή η ίδια η διάκλειση της σκέψης, ένας, εν τέλει, άρρητος λόγος, ένας
αλλόκοτος απόηχός που μένει. Μπροστά σ’ αυτή την απορία, στο θάμβος αυτής της
απορίας, φυλάσσεται και το μυστικό μιας γλώσσας που υπομένει τη βάσανο των
διερμηνεύσεών της. Μια εννοημένη μορφή που είναι και μια εξαρνημένη μορφή, αυτή
η μορφή του αδυνάτου. «Η αρχαία Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ», θα πει καθαρά ο Philippe
Lacoue Labarthe, γιατί η αρχαία Ελλάδα δεν αποδίδει μια φερέγγυα ταυτότητα,
αλλά το εύρος μόνο της αλλότητάς της, το αδύνατο μιας δυνατής καταγωγής. Το
άλλο της αρχαιότητας, αυτό το μεταφυσικό της θεμέλιο, είναι κι αυτό που
αντιστέκεται στην ιδιοποίησή του. Είναι ο ορίζοντας μιας απομάκρυνσης, αλλά κι
ο ορίζοντας μίας α-δύνατης εγγύτητας. Αυτή είναι και η οικονομία της
αυθεντικότητάς της, ο περίκλειστος χαρακτήρας της, κι η διαφύλαξή του.
Πως
επανεγγράφονται όμως όλα αυτά σ’ αυτή τη νέα Λογική; Το έργο τέχνης στην εποχή
της νεωτερικότητας θεωρείται ένα παραδειγματικό, αποκαλυπτικό συμβάν. Μια
απομακρυσμένη εγγύτητα, αποσπασμένη απ’ τη προφάνεια της γλώσσας, που
αναλίσκεται στην αρνητική διαλεκτική του. Η βουβότητα, όπως θα πει ο Adorno, κι
η τυφλότητα αυτού του έργου, διαγράφουν τη σκοποθεσία του, τη σκοτεινή του
ειμαρμένη. Η κρίση του, με τη διττή έννοια του όρου, διασώζει το ον, αλλά ένα
ον όμως παραδομένο στη στιγμή του θανάτου του, αποστερημένο απ’ το Είναι του,
(Blanchot), και γι αυτό μια ύπαρξη φασματική. Ένα θανατόληπτο έργο που
συγκρατεί τη ζωή διαυγάζοντάς τη στο σκοτεινιασμένο του φως. Αυτή είναι κι η
διαφορά του έργου στη διαφάνεια του κόσμου, το ορμέμφυτο που διασώζει και
διαχέει. Η σκηνή που διανοίγει είναι αυτό το διά-βημα του θανάτου, το αρνητικό
του ιδίωμα, που ’ναι και η μυστική σύνδεση του έργου με την απολεσθείσα
πνευματικότητα του κόσμου, μ’ αυτές τις μυθολογικές του απαρχές. Μια αφήγηση
που γίνεται μια υποχώρηση, μια κατάβαση, μια νέκυια, μια ακόμη επιστροφή, ένα
πέρασμα, ένα δρασκέλισμα στο πέραν, όπου αρχίζει κι η συνομιλία, πέραν του
ορατού, δίχως τίποτε σταθερό, τίποτε μετρήσιμο, μία παράδοση στο αόρατο, μια
ιδιωματική κίνηση στο εσωτερικό μίας πυρηνικής κατάβασης, μία ασύνειδη εκφορά,
που διεγείρει τη πνοή μιας γλώσσας μυστικής, μια συμπτωμική ανάδυση, μια
ανάδυση που, όπως λέει κι η Kristeva, μπορεί να σ’ αφήσει στον τόπο, μια
συμβαντική λοιπόν ανάδυση. Δεν πρόκειται εδώ περί μιας διαίσθησης, όσο για έναν
παραδομό. Αυτή η σκοτεινή σαγήνη του αντικειμένου, κι η αδιάφορη κλίση μας προς
αυτό, κι οι απεικονιστικές μας αντιλήψεις, όταν αυτές αχνοφαίνονται. Η
ενορατική εργασία της τέχνης, η ποιητική της γλώσσα, διαγράφει μια συνθήκη
αληθείας, ανάδυσης εικόνων, όχι πρωτότυπων διεμφανίσεων, αλλά σκιαγραφήσεων
αυτής της καθ’ αυτό αδυνατότητας του Πράγματος. Ακολουθεί ένα παλίμψηστο
εγγραφών, μία παλίρροια εικόνων, που διαυγάζουν, σ’ αυτό το καθεστώς της λήθης,
τον αχνό ορίζοντα μιας δυνατότητας, μιας αληθούς δυνατότητας, μιας δυνατότητας,
λοιπόν, γλωσσικής.
Το παραπάνω κείμενο γράφτηκε για τις ανάγκες της έκθεσης
«Saxa loquuntur», του Γιώργου Τσεριώνη,
στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Άμφισσας, (19 Σεπτεμβρίου έως 30 Οκτωβρίου 2020),
στα πλαίσια του The Symptom Projects.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου