Του Αποστόλη Αρτινού
Μια εξ' αρχής διευκρίνηση: αυτό το ημερολόγιο σκέψης, πάνω στην πρόταση του Φίλιππου Ωραιόπουλου, δεν είναι το Ημερολόγιο σκέψης της Άρεντ, μιας και συντάσσεται στον τόπο της οικείας γλώσσας, αλλά και στη γλώσσα του οικείου τόπου, αν η γλώσσα μας διανοίγει ποτέ σε κάτι οικείο...
Μια εξ' αρχής διευκρίνηση: αυτό το ημερολόγιο σκέψης, πάνω στην πρόταση του Φίλιππου Ωραιόπουλου, δεν είναι το Ημερολόγιο σκέψης της Άρεντ, μιας και συντάσσεται στον τόπο της οικείας γλώσσας, αλλά και στη γλώσσα του οικείου τόπου, αν η γλώσσα μας διανοίγει ποτέ σε κάτι οικείο...
Κυριακή, 11 Οκτωβρίου
2015, πρωί, στον ξενώνα της Σχολής Καλών Τεχνών, στους Δελφούς.
Μια μέρα μετά τα εγκαίνια της έκθεσης «Παρυφές και μεθόριοι»,
που επιμελήθηκε η Ευαγγελία Λεδάκη στα πλαίσια του The Symptom Projects,
συναντηθήκαμε όλοι οι συντελεστές της στον ξενώνα της Σχολής, σε μια
προγραμματισμένη, αλλά και αυθόρμητη συνάντηση με τον Φίλιππο, που ήταν κι ο
επίσημος προσκεκλημένος μας. Μας παρουσίασε κατ' αρχήν ένα δικό του project που
αφορούσε μια πρόταση δόμησης στη νεκρά ζώνη της Κύπρου. Πώς εγείρει κάνεις
νόημα μέσα στην αμηχανία του μη νοητού; Ακολούθησε μια συζήτηση πάνω στο
εξιστορούμενο project και κάποια στιγμή η Πάκυ Βλασσοπούλου, μία απ' τους
καλλιτέχνες της έκθεσης, αναφέρθηκε στη μεθόριο της δικής μας εμπειρίας στο The
Symptom Projects. Στην επικοινωνία που υπάρχει - αν υπάρχει - ανάμεσα στην
κοινότητα των καλλιτεχνών και στην τοπική κοινωνία. Απαντώντας στην Πάκυ αναφέρθηκα
στο ίχνος της διαφωράς, μ' αυτή την ντεριντιανή ορθογραφία, και στη μοναδική
α-δυνατότητα κοινωνίας που αυτή μας εγείρει. Ο Άλλος που μας εγγράφει στην
αμεσότητα της διαφωράς του και στην εμμεσότητα της απόστασής του. Αυτός που
μόνο ως ετερότητα μπορεί να εκ-δηλωθεί. Η απουσία του κι οι αναμονές του. Μια
απουσία που δεν είναι ακριβώς απουσία, αλλά μια απομακρυσμένη παρουσία, μία
συνθήκη απόκρυψης, που ο Derrida θα την ονομάσει μη φαινομενικότητα. Όλες οι
επιστήμες της επιθυμίας, συγκροτούν την πρακτική τους γνώση, πάνω σ' αυτό το
πεδίο της απομάκρυνσης, που 'ναι, εν τέλει, αυτό το πεδίο της γλώσσας, το
ιχνογραφημένο της παράδοξο. Η γλώσσα που εκθέτει την ετερότητα του Άλλου, αλλά
που ευθύνεται όμως και γι’ αυτή, καθότι η γλώσσα, η γλώσσα του Άλλου, είναι μια
γλώσσα χωρίς υποκείμενο, χωρίς συνομιλία. Μια καταγωγική, πυρηνική γλώσσα, που
αποσύρει τον κόσμο στη σιωπή, στη μόνωση των λέξεών της, σ' έναν αδιάθετο
περίγυρο που ο Φουκώ θα τον χαρτογραφήσει ακριβώς στα όρια της τρέλας. Όλες οι
σκέψεις μας, όλες οι πράξεις μας, όλες οι προθέσεις μας, κάτι μοιράζονται απ'
αυτή την τρέλα. Το καλλιτεχνικό συμβάν έρχεται να επιδεινώσει αυτή τη διαφωρά,
να ανοικειώσει περαιτέρω τη ζωή στην ετεροτοπική του συνθήκη. Οι απευθύνσεις
του, δεν εγγράφονται στην αμεσότητα μιας χειραψίας, όπως θα ήθελε ο ποιητής,
αλλά στην παρασιτική τους εκφορά, σ' ένα ιδίωμα που δεν εισακούεται. Το έργο
έτσι γίνεται ένα πλεόνασμα, μία περίσσεια γλωσσική, αυτή η γλωσσική περίσσεια
του κόσμου.
Οι εκθέσεις μας λοιπόν, εγγράφονται κι αυτές, στη μη
φαινομενικότητά τους. Η μυστική, αν και δημόσια, σκηνή τους, η επίμονη, αν και
ανεντόπιστη, παρουσία μας, το ραντεβού μιας ημερομηνίας που, εδώ κι επτά
χρόνια, τηρείται, το ωράριο των αιθουσών επίσης, οι επιμελημένοι μας κατάλογοι
που διατίθενται δωρεάν, η παρουσία των καλλιτεχνών, οι συνέργειες με ντόπιους
καλλιτέχνες, οι προσκλήσεις συγγραφέων που πλαισιώνουν το εκθεσιακό πρόγραμμα,
και το κόστος, όλων αυτών, που αγωνιούμε, κάθε χρόνο, να καλύψουμε. Μια
ανοικονόμητη δαπάνη, ένας αγώνας και μια αγωνία, για να είμαστε εκεί που
οφείλουμε να 'μαστε. Γιατί έχει σημασία να είσαι εκεί, αναμένοντας, ματαίως,
τον άλλον, προκαλώντας την απογοήτευσή σου. Η συνάντηση και η επικοινωνία
αποκτούν νόημα στα όρια ακριβώς αυτής της α-δυνατότητας. Η επικοινωνία είναι
πάντα μια επικοινωνία περίκλειστων μονάδων, μαύρα κουτιά, όπως θα πει ο Baecker,
που διαφυλάσσουν μηνύματα και αδιάγνωστα σινιάλα. Όλοι αυτοί οι θόρυβοι του
άλλου. Ένας ενδιάμεσος, κενός χώρος, που επιβάλλει τη συχνότητά του, μιαν άλλη
γλώσσα που παρασιτεί μέσα στη γλώσσα. Γιατί η γλώσσα είναι κι αυτό - αν όχι
μόνον αυτό - η σιωπή της, που 'ναι κι ο εσώτατος πυρήνας της, η μυστική της
αλήθεια. Ο Φίλιππος έδειχνε να συμφωνεί, μια διαφορά που δεν διέκρινα ποτέ στο
πρόσωπό του. Όπως κι η Πάκυ. Ο καλλιτέχνης γνωρίζει άλλωστε τη δωρεά αυτής της
διαφοράς, τη βιώνει στο έργο του, στην αδύνατη κατανόηση που του επιφυλάσσουν
οι άλλοι. Πάντα οι άλλοι...
Πέμπτη, 17 Δεκεμβρίου
2015, μεσημέρι, στο εργαστήρι του Κώστα, στο Κουκάκι.
Ο Φίλιππος, η Ευαγγελία, ο Αλέξης Δάλλας, και βέβαια ο
Κώστας Χριστόπουλος. Συναντηθήκαμε για να κουβεντιάσουμε πάνω σε μια πρόταση
του Φίλιππου προς το The Symptom Project, που μας είχε ήδη στείλει στα e-mail
μας, (και που μπορείτε να την διαβάσετε ΕΔΩ). Μια ιδέα για ένα θεατρικό
project. Το ανέβασμα ενός κλασσικού κειμένου από τους φυλακισμένους της
Άμφισσας στο αρχαίο θέατρο των Δελφών. Μια παράσταση που θα εξέθετε τις
διαφορές των δύο κοινοτήτων, αλλά και την διακινδύνευση της ίδιας της ποιητικής
του διαδικασίας. Ένα project που, όπως αναγνωρίσαμε, εκκινούσε, κατά κάποιον
τρόπο, και απ' την συνάντηση μας στο ξενώνα των Δελφών, από εκείνες τις αρχικές
μας κουβέντες πάνω στα ίχνη των διαφορών και στο α-δύνατο ενδεχόμενο της
επίλυσής τους. Στο κείμενό του ο Φίλιππος ιχνογραφεί τέσσερα πεδία εργασίας που
οφείλουν την προσοχή μας. Την κατασκευή / ανακατασκευή του θεατρικού,
επιτελεστικού κειμένου. Την παραστατική άποψη. Τις δύο επίμαχες κοινότητες, των
φυλακισμένων και της τοπικής κοινωνίας, καθώς επίσης και την προβληματική του
θεατρικού τόπου. Το κείμενο του θα καθιερώσει και κανοναρχήσει έκτοτε τις
συναντήσεις μας. Στη συνάντηση εκείνης τη μέρας, στο παγωμένο εργαστήριο του
Κώστα, συζητήσαμε γενικότερα πάνω στη φύση του θεατρικού κειμένου, αλλά
διερευνήσαμε και κάποια συγκεκριμένα κειμενικά παραδείγματα για το σχεδιαζόμενο
project. Ο Φίλιππος πρότεινε τον Προμηθέα Δεσμώτη, ή το Περιμένοντας τον
Γκοντό. Η συζήτηση επ' αυτού δεν προχώρησε ιδιαίτερα. Η Ευαγγελία και ο Κώστας
κατέθεσαν τον προβληματισμό τους ότι με την επιλογή του αρχαίου θεάτρου των
Δελφών, και με την ετεροτοπική διάκριση της περίπτωσης των φυλακών, όπως και με
το κλασσικό κείμενο, υπερσυμβολοποιείται το όλο εγχείρημα. Ο Φίλιππος
απεναντίας υποστήριξε ότι με τη ριζική ετερογένεια των δύο αυτών κοινοτήτων θα
μπορούσε να λειτουργήσει παραδειγματικά η σκηνή της επιτέλεσής τους, να
ιχνογραφηθούν με μια καθαρότητα τα ίχνη των διαφορών τους, αυτή η σαγήνη και η
εμπλοκή τους, η καθαρότητα δηλαδή της εκ-δήλωσής τους.
Στο κείμενο της πρότασής του, ο Φίλιππος, επενδύει στη
αλήθεια της θεατρικής συνθήκης ως έναν τόπο εκδήλωσης, αλλά και κατάλυσης,
αυτών των διαφορών. Μια θεατρική σκηνή που δεν εξαντλείται όμως στη ταυτοτική
της συνείδηση, αλλά στη διαφωρά της συμβαντικής της εκτροπής απ' τις
καθιερωμένες της σημασίες. Μια συνεχή ροή διαφοράς, όπως ωραία σημειώνει ο
Φίλιππος, που επιδεινώνει, εκθέτοντας, το ιδιοσυγκρασιακό ίχνος των υποκειμένων
και των γραφών. Ο καταλύτης σ' αυτή τη σκηνή των διαφορών, είναι η εμπειρία της
φυσικής παρουσίας. Η αμεσότητα της παρουσίας του άλλου, η σαγήνη της κατά
πρόσωπον αποκάλυψής του, ακόμη και η σαγήνη της διαφοράς του, που εγείρει κι ένα
αίτημα κοινωνίας. Είναι το πρόσωπο του άλλου, το πρόσωπο της διαφοράς, που με
διεγείρει και με εκτρέπει, σε μια μοναδική ανταλλαγή, σ' αυτή την ανταλλαγή των
βλεμμάτων. Το άπειρο του βλέμματός του, που 'ναι κι ένα επέκεινα, ένα βλέμμα
που δεν κατονομάζεται, που οι λέξεις και τα νοήματα αδυνατούν και συσκοτίζουν
την εννόησή του. Ο άλλος με διαβλέπει μέσα απ' την εσωτερικότητά του και
διαμοιράζεται την καταγωγή του μέσω της φωτεινότητας/σκοτεινότητας του
βλέμματός του. Με εγγίζει έτσι ανέγγιχτο και με διαπερνά αδιαπέραστο. Μια
μοναδική εμπειρία, αυτή η κατά πρόσωπον εμπειρία, η καθηλωτική και ανησυχαστική
σαγήνη του αντικριστού βλέμματος, που το σύγχρονο θέατρο το ξέρει καλά και
επενδύει σκηνοθετικά σ' αυτό, μια σαγήνη που ο Φίλιππος θα την ξεχωρίσει στο κείμενό
του απ' αυτή της κινηματογραφικής συνθήκης.
Θυμάμαι ότι αναφέρθηκα στη συζήτηση μας στην ιδιαιτερότητα
του θεατρικού κειμένου, που 'ναι στην πραγματικότητα ένα κείμενο επί σκηνής.
Μια δομή έτσι ανοικτή στην ανακατασκευή, στις παραναγνώσεις και παρερμηνείες
της, ένα παρά που παραστέκει πάντα τη γλώσσα. Το πρόσωπο επί σκηνής μιλάει, και
όχι πάντα με λέξεις, γιατί όλο του το σώμα είναι ένα υποχείριο της γλώσσας, ένα
είναι της γλώσσας. Μιας γλώσσας που δονεί το σώμα και το παρά-μορφώνει. Ακόμη
κάτι που παραστέκει τη γλώσσα. Εκτεθειμένο έτσι στη γλώσσα είναι εκτεθειμένο
και στη διαθεσιμότητά του, στις συστολές και εκδιπλώσεις του, στις απευθύνσεις
και στις σιωπές του, ένα σώμα έτσι πέραν της ταυτότητάς του. Ένα γλωσσικό
παιγνίδι που χάνει και επανευρίσκει τον Άλλον. Γιατί η γλώσσα είναι όταν είναι
σε μια σχέση με τον Άλλον, η γλώσσα, θα πει αποφασιστικά ο Lacan, είναι πάντα η
γλώσσα του Άλλου, η μοναδική μας α-δυνατότητα. Πάντα ένα μικρό α μπροστά από
κάθε εκτροπή της επιθυμίας. Το θεατρικό κείμενο δεν υπαγορεύει έτσι το σώμα επί
σκηνής αλλά το εκ-φέρει, το εκ-δηλώνει. Άλλη μια πρόθεση εδώ, μια πρόθεση που
μαρτυρά τη σκηνή του Έξω, μια εκ-στατική σκηνή διαφορών. Ένα νεύμα, που 'ρχεται
απ' Έξω, απ' το Έξω της γλώσσας, και που κομίζει όχι το μιλημένο, αλλά το
αμίλητο, μια σιωπή που συνέχει τη γλώσσα και δεν αρθρώνεται.
Επίσης μας απασχόλησε κι ο θεατρικός τόπος. Ένα έδαφος με
σημασία, όπως γράφει ο Φίλιππος, και που η ποιητική διαδικασία οφείλει να
εγκαταλείψει κι αυτόν στις σημασιολογικές του εκτροπές. Η σκηνή δεν έγειρεται
τόσο σ' έναν τόπο, όσο διεγείρει τον τόπο, τον αποκαλύπτει, τον καθιστά δυνατό.
Οι Δελφοί είναι ένας τέτοιος τόπος, μια δυνατότητα που διαθέτει τα σημεία της,
τα εγγεγραμμένα της ίχνη, πάνω στην πέτρα, όπως γράφει ο Celan. Αυτή η αντοχή του
εγγεγραμμένου ίχνους, που χαράσσεται, και στην διάρκειά του δεν στερεώνει ένα
νόημα, αλλά μια δυνατότητα, τη δυνατότητα μιας πρόσβασης στη σκηνή, στη σκηνή
των φαιδριάδων. Μια πρόσβαση, μη προσβάσιμη όμως, απ' το εμπόδιο της θεσμικής
της διαφύλαξης, που διαχειρίζεται και το προστιθέμενο νόημά της. Ενός θεάτρου,
που ’ναι πέραν του θεάτρου, πέραν του
έργου, πέραν του δημιουργού, το κοίλο μόνο της ανοικτότητάς του, που ’ναι και
το κοίλο της δεξίωσής του, της δεξίωσης του Άλλου. Το αρχαίο θέατρο των Δελφών,
η περίπτωση του Σικελιανού, η προβληματική της αναβίωσης των δελφικών εορτών,
το ανεξιχνίαστο ίχνος του κλασσικού, η θεατρική στρέβλωση της εκφοράς του, και
απ' την άλλη ο χορός των φυλακισμένων της Άμφισσας, των αποκλεισμένων, σε μια
περιοχή όμως που 'ναι ο ίδιος ο αποκλεισμός, και εννοώ βεβαίως τη σκηνή του
θεάτρου, του κειμένου, του κλασσικού, όλα αδιάθετα ίχνη που προκαλούν τον
εντοπισμό τους στη σφαίρα του αισθητού. Αν η αρχαία Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ,
όπως υποστήριζε ο Philippe Lacoue Labarthe, θέλοντας να δείξει την αδιανόητη
ετερότητά της και τα ατοπήματά μας στις αναπαραστάσεις της, τότε αυτή θα γίνει
και ο ορίζοντας της ελευθερίας μας.
Στην προβληματική του εντοπισμού αυτών των ιχνών, ο Φίλιππος
αναφέρεται συχνά και στην χαρακτηριστική τοπικότητα του the symptom project.
Στην τοπικότητα της αληθοφάνειάς του. Μια περιοριστική ευρέος φάσματος που
προ(σ)καλεί διαφορές και εκ-θέτει απορίες. Μια τοπικότητα που εγγράφεται στην
αλήθεια του μερικού, σε μία σύλληψη που δεν αναλώνεται στην εμβέλεια και διασπορά
του μηνύματός της, αλλά στον εν-τοπισμό του, διασώζοντας έτσι κάτι κι απ' την
κρυπτικότητα της καταγωγικής της διαφωράς.
Παρασκευή, 26
Φεβρουαρίου 2016, μεσημέρι, στο εργαστήρι του Κώστα.
Ο Φίλιππος, η Ευαγγελία, ο Αλέξης, ο Κώστας, κι αυτή τη φορά
κι ο Θοδωρής Ζαφειρόπουλος.
Στη συνάντησή μας αυτή θέλαμε να δούμε λίγο πιο πρακτικά
ζητήματα του project. Σε ποιον σκηνοθέτη να απευθυνθούμε, πως προσεγγίζουμε τον
διευθυντή των φυλακών, την αρχαιολογική υπηρεσία, το budget που θα χρειαζόταν
το όλο εγχείρημα. Οι μισοί από εμάς δύσκολα μπορούσαμε να συνεισφέρουμε σε μια
τέτοια συζήτηση, οπότε οι κουβέντες μας συνεχώς λοξοδρομούσαν σε πιο
στοχαστικές διεξόδους. Κάποια στιγμή η Ευαγγελία έδειχνε να δυσπιστεί στην
ετερότητα, στη ριζική ετερότητα του Άλλου. Συγκροτούμε την ετερότητα
φαντασιακά, είχε πει, την κατασκευάζουμε. Μια ανθρωπολογική κριτική που
ασκείται στην έννοια της διαφοράς και που συμπυκνώνεται στον όρο ετεροποίηση
(othering). Η θέση μου είναι απολύτως αντίθετη. Ο Άλλος δεν είναι μια κατασκευή
αλλά ένα συμβάν που αποδομεί όλες τις κατασκευές ακόμη και τη δική του
κατασκευή, τη δική του αλήθεια. Μια σειρά μάλιστα καθοριστικών
ετεροτήτων διαγράφουν τον ορίζοντα αυτής της ριζικότητας, όπως η περίπτωση της
γλώσσας, η παρασιτική της εκφορά, η ετερογένεια του έργου τέχνης, ο Άλλον
επίσης των ελλείψεών μας, και βέβαιως ο Θάνατος, προ πάντων αυτόν. Ο Άλλος δεν
είναι μια απλή αντωνυμία, ένα ακατονόμαστο της γλώσσας, ή ένα λακανικό
παράδοξο, αλλά η απόκοσμη εμπειρία της ζωής, μια απαραμείωτη διαφωρά που
διαμορφώνει το Ίδιον του εαυτού μου, τον ελλειμματικό του χαρακτήρα και τον
ορίζοντα της επιθυμίας μου. Η ετερότητα είναι η καταγωγική συνθήκη του κόσμου
μας κι η ιχνογράφησή του στο λειμώνα του Θανάτου.
Γυρνούσαν συνεχώς οι κουβέντες μας γύρω από ζητήματα που μας
απασχόλησαν και στην προηγούμενη συνάντησή μας. Αλλά κυρίως όμως ήταν αυτή η χαρά
της συνάντησης και του λόγου του άλλου. Ανοίγω μια παρένθεση εξομολογητική, που
δεν αφορά εδώ κανέναν: πριν το Τhe Symptom Projects η συνθήκη της συνεργασίας
πάνω σ' ένα κοινό εγχείρημα μου ήταν κάτι το εντελώς ξένο. Θυμάμαι στις πρώτες
εκθέσεις μας πόσο δυσκολευόμουν να συντονιστώ σε όλο αυτό. Κατόπιν όμως η φιλία
με τον Κώστα, η εμπειρία του σε τέτοιες καταστάσεις, αλλά και η συνολική
εμπειρία της διοργάνωσης, μετέβαλαν τη διάθεσή μου. Η συνάντηση των Δελφών, με
τον Φίλιππο και την Ευαγγελία, και στη συνέχεια αυτές οι συναντήσεις μας στο
εργαστήρι του Κώστα, εντάσσονται έτσι σ' ένα νέο, για μένα, πεδίο απόλαυσης. Το
The Symptom Projects από ένα σύμπτωμα άγχους μπορεί να γίνει λοιπόν κι ένα
σύνθωμα. Στις συναντήσεις μας με τον Φίλιππο, κυριαρχεί, πιστεύω σε όλους μας,
η απόλαυση του λόγου, του λόγου του άλλου, αλλά και η απόλαυση του υποκειμένου
αυτού του λόγου, όπως θα έλεγε ο Αλέξης. Το project, όπως έχουμε πει πολλές
φορές μεταξύ μας, ήδη καρποφορεί, ανεξαρτήτως της εξέλιξής του. Είναι αυτή η
παραγωγή σκέψης, στα email μας και στις συναντήσεις μας, που λειτουργεί ήδη
επιτελεστικά πάνω μας. Ακόμη κι αυτή εδώ η κειμενική κατάθεση εντάσσεται στη
σειρά της παραγωγής του. Η απόλαυση λοιπόν της γλώσσας, της γλώσσας του άλλου,
είναι μια απόλαυση που μας κάνει πολλές φορές να καθυστερούμε, να μην
εμπλεκόμαστε στις απαιτήσεις μιας επιτακτικής πρακτικότητας, και να
αναλωνόμαστε πάνω στο τίποτα, υπερασπιζόμενοι μάλιστα και το μέγεθός του.
Ήταν σ' αυτή τη συνάντησή μας, αισθητή όμως κι η απουσία του
άλλου, με το μικρό του α εδώ. Αυτού που δεν ήταν παρόν για να επικεντρώσει τις
σκέψεις μας και να επιλύσει σκηνοθετικές μας απορίες αλλά και κάποια ζητήματα
παραγωγής. Μεταξύ των ονομάτων που αναφέρθηκαν, για τον σκηνοθέτη του project,
ήταν και το όνομα του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, φίλου του Αλέξη. Ο Αλέξης μας
υποσχέθηκε ότι θα διερευνούσε το ενδιαφέρον του και θα μας ενημέρωνε σχετικά.
Τετάρτη, 13 Απριλίου 2016, μεσημέρι, στο εργαστήρι του Κώστα.
Ο Φίλιππος, η Ευαγγελία, ο Αλέξης, ο Θοδωρής, ο Κώστας κι ο
Κωνσταντίνος Γιάνναρης. Ο Κωνσταντίνος, που ήταν κι η έλλειψή μας.
Αφήσαμε τον Φίλιππο να παρουσιάσει το project στον
Κωνσταντίνο. Ήταν ευδιάκριτος στη συνάντησή μας αυτή, ο πληθωρισμός των
γλωσσών, των κληρονομημένων μας γλωσσών, οι αναφορές μας. Το παράδειγμα του
Κωνσταντίνου, οι αναφορές του σε ταινίες και ονόματα σκηνοθετών, σε περιστατικά
από γυρίσματά, που κόμιζαν μιαν άλλη γλώσσα, μαζί και την πρακτική της γνώση.
Στις απορίες του, εκθέταμε τις δικές μας απορίες. Δεν ήταν μια ανάθεση στο
όνομά του, όπως και τον βεβαιώσαμε γι ’αυτό, αλλά μια πρόταση συμπόρευσης σε
μια κοινή συμμετοχή που ακόμη δεν ήταν απολύτως αντιληπτή, όχι μόνο απ' τον
ίδιον, αλλά κι απ' όλους εμάς, μια πρόταση για ένα κοινό εγχείρημα πολλαπλών
διαφορών.
Μέσα από την πρακτικότητα που χαρακτηρίζει τους σκηνοθέτες
του κινηματογράφου, προσπαθούσε να συλλάβει την ιδέα μας στο πεδίο της
υλοποιησιμότητάς της. Μια σειρά ζητημάτων που σε κάποιους από εμάς φάνταζαν
αδύνατα, και που έπρεπε τώρα να σκεφθούμε πάνω στην επίλυσή τους. Η
διαθεσιμότητα για παράδειγμα, από την αρχαιολογική υπηρεσία, του θεάτρου των
Δελφών. Γνωρίζαμε ότι είναι σ' ένα καθεστώς αναστύλωσης. Είπαμε ότι θα
μπορούσαμε να χρησιμοποιούσαμε ένα οποιαδήποτε άλλο χώρο των αρχαίων Δελφών,
όπως το στάδιο, ή την αρχαία αγορά με τις χαράξεις ονομάτων απελεύθερων
σκλάβων. Ο Κωνσταντίνος, μπροστά στο ενδεχόμενο παντελώς αποκλεισμού μας από
τον αρχαιολογικό χώρο, αντιπρότεινε τα τείχη των φυλακών της Άμφισσας. Η
παράσταση να πραγματοποιούταν έξω απ' τα τείχη, μόλις έξω απ' τα τείχη, ακριβώς
στο όριο. Η Ευαγγελία γοητεύτηκε απ' την ιδέα αυτής της μεθοριακότητας, που
διαπραγματευόταν κι η έκθεση της. Ενός ορίου που διασαλεύει την επικράτεια του
λόγου, την συμβολική του κυριαρχία. Μία ακρώρεια που απαντά και στην
ετεροτοπική συνθήκη του ίδιου του θεάτρου, της σκηνής του, που 'ναι η σκηνή
ενός άλλου λόγου, ενός λόγου που η καταγωγική του γραφή τον κατατάσσει πέραν
του λόγου, πέραν του ειπωμένου. Συμφωνήσαμε όμως να εξαντλήσουμε την προσπάθειά
μας με την αρχαιολογική υπηρεσία πριν δούμε άλλες λύσεις, που εξ' αρχής είχαμε
πει ότι υπάρχουν, όπως μια ιστορική πλατεία της περιοχής, ή το καφενείο της
Άμφισσας, που 'χε γυριστεί Ο Θίασος
του Αγγελόπουλου. Η ιδέα του αρχαίου θεάτρου βέβαια υπερέχει σε σημασία, είναι
η κεντρικότητα της καταγωγής του, οι Δελφοί ως ομφαλός της γης, μια οριακότητα
πάλιν εδώ, αλλά εντοπισμένη στη μοναδικότητα του σημείου της, που δεν είναι το
σημείο μιας διαφυγής, ή μιας διάσχισης, αλλά το Ίδιον της εξαίρεσής του. Μία
σημαίνουσα διαφωρά, στην πραγματικότητα ένα παράδοξο τοπολογικό, μία μεθόριος
της γλώσσας που εκθέτει τη γλώσσα ως μία γλώσσα καθαρή, ως μία γλώσσα της
μοναξιάς.
Άμφισσα, Τρίτη 13
Σεπτεμβρίου 2016
Με τον Φιλιππο και τον Κώστα στην Άμφισσα για μια συνάντηση
με τον διευθυντή των φυλακών αλλά και με την διευθύντρια του Μουσείου των
Δελφών.
Το ραντεβού μας ήταν στις 10 το πρωί, έξω από την είσοδο των
φυλακών. Το τυπικό της, το ιδίωμά της. Όλο το πρότζεκτ που δουλεύουμε, διερευνά
την πραγματικότητα της διαφοράς, αλλά ενώπιον του Πραγματικού της, η διαφορά
εμμένει ασυναγώνιστη. Τα τείχη της φυλακής που ’ναι και η ακρώρεια του νοήματός
της. Μια μαχητική ορθολογικότητα που διασώζει το περίγυρό της εγγράφοντάς τον
στην εσωτερικότητά της, στον πυρήνα της αλήθειάς της. Ένα θεμέλιο που
ανυψώνεται δι-εγείροντας την υπερβατολογική διαφορά του. Ο εγκλεισμός των
φυλακών συγκροτεί και συγκρατεί μια δική του εξωτερικότητα. Μια εξωτερικότητα
αποκλεισμένη, αυτή η ίδια η εσωτερικότητά της. Η μεθόριος έτσι των τειχών, που
προαναφέρθηκε, με αφορμή την πρόταση του Κωνσταντίνου, είναι στην
πραγματικότητα μια παρεξήγηση. Τίποτε δεν διαπερνά το υπερβολικό νόημα αυτής
της περίκλεισης. Η διαφορά της είναι ανυπολόγιστη. Πάντα κάτι θα διαφεύγει. Κι
αυτό το κάτι θα είναι κι αυτό που θα την διασώζει. Το παραβατικό σώμα είναι το
σώμα που εγγράφει τη διαφορά του στο ανεικόνιστο της αλήθειάς του. Η θέση του
επιτελεστικού μας εγχειρήματος είναι αυτή μίας ελάχιστης όσο και αδύνατης
εκφοράς, παρά η κυριαρχία κάποιων καθιερωμένων θεατρικών ρόλων. Το σώμα λοιπόν που
δεν αποδίδεται στην αναπαράστασή του, στην ταυτοσημία του, αλλά στη διαφυγή
του, ακόμη κι όταν υποκρίνεται το ρόλο του. Πάντα κάτι θα υποψιάζει για κάτι
άλλο. Και σ’ αυτό θα συμβάλλει η ελάχιστη, όπως και ανυπόκριτη, θεατρική μας
συνθήκη. Η διαφορά υπάρχει κι η διαφορά υποστηρίζεται. Αλλά οφείλει πάντα να
εγγράφεται στον ορίζοντα ενός σχήματος διαλεκτικού, να διαφαίνεται στην
παραληρηματική και εκ-στατική της συνθήκη, που ’ναι αυτή η απώλεια του άλλου
και η νοσταλγική του εκζήτηση. Είναι η ταυτότητα που αναγνωρίζεται στις
ελλείψεις της, όπως θα πει κι ο Lacan. Απ ’δώ και η παραδειγματική της μόνωση. Μια
μόνωση απορίας κι αναμονής.
Το ηλεκτρισμένο φορτίο των φυλακών γίνεται επιδεινούμενο όσο
εισχωρείς στο εσωτερικό της. Μια ένταση ζωής που σε διαπερνά, αγγίζοντάς σε σωματικά.
Και από την άλλη το διοικητικό προσωπικό των φυλακών που δείχνει ανθεκτικό σ’
αυτή την ένταση του πεδίου. Η συνάντηση με τον διευθυντή των φυλακών πήγε ανέλπιστα
καλά. Μας έδειξε την διαθεσιμότητα του αλλά μας περιέγραψε και τα όρια και τις
αντοχές του εγχειρήματός μας. Θα έπρεπε, όπως μας είπε, να κινήσουμε
διαδικασίες σε υπηρεσίες υπουργείων προκαλώντας αποφάσεις και πρακτικές
κυριολεκτικά στα όρια του νόμου και της ευθύνης. Προσωπικά τα εμπόδια μου
φαίνονταν ανυπέρβλητα. Ο Φίλιππος όμως έδειχνε πιο αισιόδοξος έχοντας παρόμοιες
εμπειρίες στο παρελθόν που καρποφόρησαν.
Την ίδια μέρα, και επιστρέφοντας Αθήνα, συναντήσαμε στους
Δελφούς τη διευθύντρια του Μουσείου. Η υποδοχή που επεφύλαξε στην πρότασή μας
ήταν κάτι παραπάνω από θετική. Στην αίτηση μας για το αρχαίο θέατρο η κυρία
Ψάλτη μας ξεπέρασε, αντιπρότεινοντας, λόγω των αναστηλωτικών εργασιών που
βρίσκονταν σε εξέλιξη στο θέατρο, τον προαύλιο χώρο του Ναού του Απόλλωνα. Στην
πρόταση της είδαμε τη μοναδική δυνατότητα μιας αγκαμπενικής βεβήλωσης. Μίας
ανάρμοστης κοινοχρησίας που αποδίδει τη μυστική έδρα του Ιερού στην
καταχωρημένη κοινωνία του Τραγικού. Οι αποκλεισμένοι έτσι, δεν εντοπίζονται
απλώς στο κέντρο της θεατρικής σκηνής, αλλά κι αυτή να ανεγείρεται στο
περιβάλλον του Ναού. Είναι πάνω σ’ αυτή τη σκηνή που οι διαφορές αποκαλύπτονται
στο ίχνος της θεϊκής τους εκφοράς, που επιδεινώνονται συνεχώς, μέχρι να
αναλάβουν και την καθαρότητα τους στο διαλεκτικό πεδίο.
Τα emails
Κύματα επικοινωνίας που προκαλούσε ο Φίλιππος και
οικοδομούσαν μια κοινή γλώσσα μεταξύ των μελών της ομάδας. Ακόμη κι όταν η
επικοινωνία μας είχε να κάνει με τις συναντήσεις μας ή με την ενημέρωσή μας πάνω
στον γραφειοκρατικό άθλο, που ο Φίλιππος και ο Κώστας έφεραν εις πέρας στις
υπηρεσίες των υπουργείων, διαμόρφωνε ένα στοχαστικό περιβάλλον εγρήγορσης, τη
φαινομενολογία ενός «παρόντος» κάτω απ’ τις απαιτήσεις ορατών και αοράτων ημερομηνιών.
Άμφισσα, Δευτέρα και
Τρίτη 9 και 10 Απριλίου 2017
Με τον Φίλιππο στην Άμφισσα για μια ακόμη επίσκεψη στον
διευθυντή των φυλακών, για να τον ενημερώσουμε για τις ενέργειές μας στα
υπουργεία Δικαιοσύνης και Πολιτισμού αλλά και για μια επίσκεψη στον Εισαγγελέα
της Άμφισσας για τις έκτακτες άδειες που θα χρειαστεί να χορηγηθούν στους
κρατουμένους για την μετάβαση τους στους Δελφούς.
Την επομένη μέρα πρότεινα στον Φίλιππο να αναλάβει τη
σκηνοθεσία του έργου ένας φίλος μου σκηνοθέτης που δραστηριοποιείται στην πόλη
της Άμφισσας, τον Δημήτρη Αποστόλου. Στις έκτακτες συνθήκες που προέκυπταν για το πρότζεκτ με τον Κωνσταντίνο δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε. Η
πρόταση μου εκκινούσε απ’ την ιδέα της τοπικότητας και των αφομοιώμενων, όσο
και αναφομοίωτων, διαφορών της. Ο Δημήτρης είναι ένα σύμπτωμα αυτών των
διαφορών. Η εμπλοκή του έτσι ενεργοποιεί αυτή την συμπτωματολογία αλλά και την
χειρίζεται καταλλήλως. Ενσωματώνει την προβληματική της, αποδίδοντάς την στην
ποιητική της συνθήκη. Είναι αυτή η αποθησαυρισμένη του εμπειρία που ’ναι ένα
πεδίο ανάδειξης αλλά και ενσωμάτωσης αυτών των διαφορών. Ένα κληρονομημένο
πεδίο όπου ο Δημήτρης πειθαρχεί και απειθαρχεί αναλόγως. Ένα πεδίο, κάποιες
φορές, ανυπέρβλητης δοκιμασίας. Η παραγωγικότητα έτσι της προνομίας του
διαγράφεται στον ορίζοντα αυτής ακριβώς της αδυνατότητας.
Άμφισσα, Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2017
Με τον Φίλιππο, τον Κώστα, τον Αλέξη, και τον Δημήτρη, σ’
ένα καφέ της πόλης.
Μετά από μια σειρά επαφών με τη διοίκηση των φυλακών και τη
διευθύντρια του Μουσείου Δελφών, η ημερομηνία της παράστασης προσδιορίστηκε, εν
τέλει, για την Παρασκευή, 22 Σεπτεμβρίου. Συζητήσαμε έτσι μια αρχική διανομή
ρόλων: τρεις κρατούμενοι που θα αναλάβουν το ρόλο του Προμηθέα, του Ήφαιστου
και του Ερμή ως φωνή. Το Κράτος που θα το αναλάβει ένας φύλακας των φυλακών και
ο Αλέξης, απ’ την ομάδα μας, τον Ωκεανό. Μας έμενε μόνο το γυναικείο πρόσωπο
της Ιούς. Σε προηγούμενες συναντήσεις μας, αλλά και στην επικοινωνία μας μέσω
emails, μας απασχόλησε πολύ το γυναικείο πρόσωπο. Αν θα πρεπε να το αναλάβει αυτό
μία γυναίκα. Αυτό το Η της γυναίκας,
και σε ποιο φύλο εγγράφει τη διαφορά του. Μια ακόμη διαφορά με πολλαπλές όμως διαστάσεις
στο εγχείρημά μας. Καταλήξαμε, εν τέλει, για την πληθωρικότητα αυτών των
διαφορών, να αναλάβει τον γυναικείο ρόλο η κοινωνική λειτουργός των φυλακών, ως
ένα μεταιχμιακό πρόσωπο μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Ο χορός θα ερχόταν απ’ την
ομάδα του Δημήτρη. Όπως επεσήμανε κι ο Φίλιππος η σύνθεση πλέον αρχίζει να γίνεται
πιο συγκροτησιακή ως προς το αρχικό μας concept. Στην πραγματικότητα της
ελάχιστης θεατρικής μας συνθήκης συνυπάρχουν ο εξουσιαστής κι ο εξουσιαζόμενος
μαζί και η αταύτιστη συνύπαρξή τους, που μαζί με τα μέλη της ομάδας του Δημήτρη
αλλά και με τη δική μας αντιπροσωπευτική συμμετοχή, ιχνογραφείται πλέον ένα ανοικονόμητο
πεδίο διαφορών. Ένα διευρυμένο σχήμα, που, όπως επεσήμανε κι ο Θοδωρής, εμπεριέχει
όλο το γραφειοκρατικό και νομοτελιακό λαβύρινθο που ψηλαφίσαμε μέχρι
τώρα.
Ακολούθησε μια εκτενή συζήτηση πάνω στο κείμενο του Αισχύλου
και στην προβληματική των αναγνώσεών του. Στις μεταφράσεις του και στις υφές
τους. Στις αντοχές τους στη προβληματική των εκφορών τους απ’ τους
συγκεκριμένους ανθρώπους. Στη διάρκειά του επίσης, και στις αναγκαίες του
συντμήσεις. Μια πρώτη συντόμευση είχε ήδη δουλέψει η Ευαγγελία και μια
περαιτέρω θα επιχειρήσει ο Δημήτρης. Οι δικές μας λοιπόν υπογραφές πάνω σε
υπογραφές άλλων. Ένα παλίμψηστο, εν τέλει, υπογραφών σ’ ένα διαθέσιμο,
ανθεκτικό σώμα. Και πάλιν αυτή η ακεραιότητα του στην όποια απόπειρα χειραγώγησής
του. Χειρονομώντας, πάνω στο κείμενο, το μετατοπίζουμε, το αληθεύουμε στο επερχόμενο,
στο συμβάν των μοναδικών του αναγνώσεων και εκφορών. Το εγκαταλείπουμε μόνο.
Τελειώνοντας κι αυτή την ημερολογιακή καταγραφή, μας έρχεται
ένα κατ’ επείγον μήνυμα του Φίλιππου, που μας πληροφορούσε ότι ενδέχεται η μία
φωνή από τις φυλακές να γίνουν δύο επειδή αιφνιδίως ο εισαγγελέας της Άμφισσας
αρνείται να χορηγήσει έκτακτες άδειες στους κρατουμένους για την παρουσία τους
στους Δελφούς. Ο τρίτος θα ερχόταν με την κανονική του άδεια. Ακόμη και σ’ αυτό
το εμπόδιο ας διακρίνουμε μια δυνατότητα. Η παρουσία μέσω της φωνής διεγείρει την
φασματική αλήθεια του άλλου, την αδύνατη κοινωνιολόγησή του, τη διαφορά του. Η
φωνητική καταγραφή, η τεχνική διαμεσολάβηση, διασώζουν το ίχνος του άλλου, το
ολόγραμμα της απώλειάς του. Και είναι πολλές φορές η απουσία που ’ναι μια
δυνατή, εκκωφαντική παρουσία. Μια οριακή παρουσία. Το ίδιον της παρουσίας. Στη
προκειμένη περίπτωση είναι κι αυτή η αδυναμία των θεσμών να ανταποκριθούν στο
αίτημά της, στο κατ’ επέιγον του αιτήματός της.
Άμφισσα / Δελφοί, Πέμπτη 21 και Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου
2017
Πέμπτη απόγευμα, με τον Φίλιππο, τον Κώστα, τον Θοδωρή, τον
Αλέξη και τον Δημήτρη στις φυλακές της Άμφισσας για μια τελευταία, ανοικτή
πρόβα. Η αναμέτρηση όλων με το κείμενο του Αισχύλου. Αν ο μεταφραστής είναι ο
μοναδικός αναγνώστης του κειμένου, σύμφωνα με τον Derrida, τότε ο σκηνοθέτης είναι
μια αντιστοιχία αυτής της μοναδικότητας. Οι επισημάνσεις του Δημήτρη πάνω στις
εκφορές, οι σημειώσεις του, οι αποξηλώσεις και ανασυνθέσεις του κειμενικού
ιστού, συγκροτούν μια αναγνωστική απόλαυση μοναδικής σημασίας. Η εξαντλητική,
επιτελεστική προσπάθεια του Πέτρου, του κρατουμένου που είχε το ρόλο του
Προμηθέα, ίσως να ήταν και μία απ’ τις πιο οριακές του αναμετρήσεις και
απολαύσεις. Οι φωνές του Ερμή και του Ήφαιστου, επίσης, που ηχογραφημένες θα ακούγονταν
στην αυριανή παράσταση. Φωνές που έρχονταν από αλλού και με την ηχώ του δικού
τους αποκλεισμού. Κι αυτή η καταγραφή εδώ εκείνων των στιγμών που δεν συλλαμβάνει
τίποτε απ’ τη συγκίνηση τους.
Παρασκευή απόγευμα, όταν δύει ο ήλιος στη ρωμαϊκή αγορά των
Δελφών. Η σιωπή του χώρου, ο άνεμος, και τα τιτιβίσματα των πουλιών, το
σουρσιμό τους, όπως θα πει ο Προμηθέας, κι οι Φαιδριάδες πέτρες, πυρωμένες από
το φως του δειλινού. Έπειτα κι η σκηνή του κλασσικού, η συμβολική του δημοσίου
χώρου του, κι αυτός τώρα που καταλαμβάνει την κεντρικότερη θέση, αναλαμβάνοντας
το ρόλο του.
Σιωπή. Όλες οι σιωπές των κειμένων.
Η πρώτη φωτογραφία είναι
έργο του Κωστή Βελώνη και η τελευταία απ’ την παράσταση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου