Του Αποστόλη Αρτινού
Το Εγώ της ανθρώπινης
υποκειμενικότητας δεν υφίσταται. Αυτή η σκανδαλώδης τοποθέτηση είναι του Lacan. Το ανθρώπινο
υποκείμενο είναι για τον Lacan,
αλλά και γενικότερα για την ψυχανάλυση, μια διχασμένη, ελλειμματική υπόσταση, μία
αδύνατη δεξίωση, αυτού που πάνω του επενδύει όλα τα σχήματα των προσδοκιών του.
Ένα ελλειπτικό υποκείμενο και γι αυτό ένα υποκείμενο όμως της επιθυμίας, της
επιθυμίας του Άλλου. Ενός Άλλου όμως, που ήδη από το πρώτο του κατοπτρικό ίχνος,
έως αυτή την ερωτική του συνθήκη, αποδεικνύεται πάντα ένας ανεπαρκής Άλλος,
στην πραγματικότητα μια καθ’ ολοκληρίαν απουσία. Ένας Άλλος, που όχι απλώς δεν
αναπληρώνει την ελλειμματική μου φύση, αλλά με εκθέτει και στο τραύμα της
απουσίας του. Γίνεται έτσι η αιτία της υπαρκτικής μου από-γοήτευσης, ο πυρήνας
της πιο ανέκφραστης νοσταλγίας μου. Ο Άλλος, η γλώσσα του Άλλου, γιατί περί
αυτού πρόκειται, γίνεται έτσι ένα αρνητικό ίχνος, το ίχνος της απουσίας, αυτής
της μοναδικής του πράξης προς εμένα. Ένας αρνητικός ορίζοντας, ο ανυπόφορος ορίζοντας
του Πραγματικού. Για τον Άλλον θα βρισκόμαστε πάντα «ακριβώς πέραν του θανάτου», όπως θα πει χαρακτηριστικά ο Lacan. Σ’ αυτόν τον ορίζοντα
του θανάτου που υπάρχουν μόνον οι λέξεις, η δυνατή τους υπόσχεση, η ελλειπτική
και ανεπαρκή τους δομή, αυτό το ίδιο το καθεστώς της απεύθυνσης, που πέφτει πάντα
στο κενό, στη μαύρη τρύπα της γλωσσικής μας ανεπάρκειας. Όσο απευθυνόμαστε στον
Άλλον, τόσο αυτός απομακρύνεται, όσο επενδύουμε στη μεσιτεία των λέξεων τόσο
και ιχνογραφούμε την φαντασματική του υπόσταση. Ο Άλλος, η απουσία του Άλλου,
δημιουργεί έτσι και τη συνθήκη μιας διευρυμένης, υπαρκτικής αποτυχίας, της
αποτυχίας της ταύτισης και της κοινωνίας μαζί του. Μια αποτυχία που εγείρει και
τον ορίζοντα μιας καθολικής απογοήτευσης, το επιστρέφων ίχνος μιας υπαρκτικής
ενικότητας. Αυτής που καθίσταται για τον Lacoue-Labarthe
και αυτό το «ουσιαστικό πρόβλημα της
πολιτικής», η ίδια η «αδυνατότητα της
κοινωνίας» [Laclau]. Το υποκείμενο που εγείρει τις πολιτικές αφηγήσεις, το
πολιτικό υποκείμενο, είναι ένα αδύνατο, φαντασιωτικό έτσι υποκείμενο, το
υποκείμενο μιας καθολικοποιημένης φαντασίωσης, η αδύνατη προσδοκία μιας «ανθρώπινης ορθολογικότητας». Ένα
διχασμένο υποκείμενο που συντονιζόμενο με την ιδέα της ορθολογικότητας και της
θετικότητας του κοινωνικού πεδίου, με την ολιστική αφήγηση δηλαδή του
κοινωνικού, επιχειρεί να αποβάλλει αυτή την ίδια την καταστατική του αδυναμία, την
αρνητικότητα της μη αναγνωρισιμότητάς του.
Η πολιτική ανιχνεύεται έτσι ως μια συνθήκη που έρχεται να διαχειριστεί
αυτές ακριβώς τις αδύνατες εγγραφές, και να κοινωνήσει τη μοναξιά του ανθρώπου.
Μια υπεράνθρωπη, αν όχι απάνθρωπη, συνθήκη, καθώς δεν αναγνωρίζει στον άνθρωπο,
αυτή την ακοινώνητη θέση της διαφωράς
του. «Ο άνθρωπος είναι απολίτικος», ισχυρίζεται
η Arendt, αναγνωρίζοντας
όμως την απόφαση του, την πολιτική απόφαση της σχεσιακής του προοπτικής, την υπερβατική
της ελευθερία. Η πολιτική είναι έτσι για την Arendt η δραστική συνθήκη
ενός ελαττώματος, αυτής της μοναξιάς του ανθρώπου. «Η ανθρώπινη πολλότητα» θα πει, «υποδεικνύει
ένα σύνολο έλλογων όντων, τα οποία εξαιτίας κάποιου αποφασιστικής σημασίας
ελαττώματος είναι αναγκασμένα να ζουν μαζί και να σχηματίζουν ένα πολιτικό σώμα».
Μια ανθρώπινη αφήγηση, αυτή η αφήγηση των σχέσεων του, που θα ναι πάντα
διαθέσιμη στο ελάττωμα της, στη διακοπή της, στη διακοπή της από μια άλλη
αφήγηση που απαρνείται τη σχέση, οπισθοχωρώντας στο βαθύτερο πυρήνα της
αλήθειας της. Η πολιτική έτσι διαδικασία της «κοινής δράσης» είναι μια «έξω-ανθρώπινη,
υπεράνθρωπη ή υπάνθρωπη ενέργεια» [Arendt], ένα συμβάν, ισάξιο αυτών των κοσμικών συμβάντων. «Η πολιτική», θα πει πάλι η Arendt, «γεννιέται στον χώρο-που-υπάρχει-μεταξύ των ανθρώπων, συνεπώς σε κάτι
που είναι εκτός-του-ανθρώπου». Η πολιτική έτσι γίνεται τότε αυτό το τοπίο του
αδύνατου, των αδύνατων ταυτίσεων, όλων εκείνων των ελλειπών αναπαραστάσεων του
Άλλου. Ο Lacan μιλούσε
μάλιστα γι αυτή την «πληγή του πολιτικού»,
μια πληγή-πηγή όμως, αυτή η πηγή της επιθυμίας, της επιθυμίας του Άλλου, όταν η
αδυνατότητα του, η αδυνατότητα της επικοινωνίας μαζί του, καθιερώνει και την
πραγματικότητα αυτής της ίδιας της επικοινωνίας, [Dirk Baecker].
Στον αρνητικό ορίζοντα του κοινωνικού, αυτής της δυνατής αντικειμενικότητας
του Άλλου, του αδύνατου Άλλου, μια υπόσχεση ανανεώνει διαρκώς την πιστωτική
ικανότητα του ορίζοντά της. Ο άνθρωπος είναι «το ζώο που δίνει υποσχέσεις», θα πει ο Nietzsche και η πολιτική ανήκει ακριβώς
σ’ αυτό το χώρο της υπόσχεσης, στον ποιητικό της χαρακτήρα. Δεν ανήκει στον
τόπο των πραγμάτων. Ο Laclau
το λέει πολύ ωραία: «Η πολιτική υπάρχει
εκεί που δεν αλλάζουν τα πράγματα ούτε κατ’ ελάχιστον». Το καταγωγικό της
έτσι θεμέλιο είναι αυτή η έξω-πραγματική της ύπαρξη, το αδύνατο του Πραγματικού
της. Η πραγματικότητα των πραγμάτων είναι μια συνθήκη που αποκλείει τα πράγματα
απ’ την μοιραία τους προοπτική, που τα εγκαταλείπει στην αντικειμενικότητά
τους, στη ρηματική της πρακτικής τους καθήλωσης. Όπως ακριβώς αυτές οι
πολιτικές του σύγχρονου πολιτικοοικονομικού φιλελευθερισμού που εξαντλούνται
στην πρακτικότητα των λύσεων τους, στο αυτονόητο της αλήθειας τους, και όχι στο
αδιανόητο που χαρακτήριζε ανέκαθεν το ίχνος της πολιτικής πίστης. Όλες οι
πολιτικές ιδεολογίες, από τις πιο ουτοπικές έως τις πιο πραγματιστικές,
στηρίζονται σ’ αυτή την αδύνατη υπόσχεση, αλλά και στο ίχνος της
επανεπιβεβαίωσής της. Η πολιτική έτσι πραγματικότητα είναι μια φαντασιωτική
κατασκευή που καλείται να αποκρύψει αυτή την αδυναμία του άλλου και να
ανανεώσει τον ορίζοντα της υπόσχεση του. Οι όποιες διαψεύσεις είναι
αναπόφευκτες, δεν τις εγείρει όμως τόσο η αδυναμία του Πολιτικού όσο αυτή η
πραγματική αδυναμία του Άλλου, η ανυπαρξία του, το Πραγματικό της έλλειψής του.
Η κοινωνική κατασκευή της πραγματικότητας δεν εγγράφεται έτσι σε μια δυναμική
προοπτική, στην πίστη της δυνατότητας του Άλλου, αλλά στο ακατονόμαστο ίχνος
της αποτυχίας του, της υπαρκτικής και κοσμικής του απόσυρσης. Κοινωνικοποιώντας
τον, αποθεώνουμε απλώς το φαντασιακό του είδωλο, αποκρύπτουμε την ελλειμματική
του πλευρά, την μόνη του όμως δυνατή. Όταν το Πραγματικό θα κάνει την
επεισοδιακή του εμφάνιση οι όποιες πολιτικοφαντασιακές κατασκευές θα καταρρεύσουν
σαν χάρτινοι πύργοι. Το αληθινό ίχνος του Άλλου θα είναι και πάλι αυτό το ίχνος
της μελαγχολικής του απόσυρσης. Η αδυνατότητα όμως αυτής της συνθήκης του Άλλου,
έτσι καθώς αντικατοπτρίζεται και στο πολιτικό πεδίο, γίνεται και μια μοναδική ευκαιρία
βίωσης του Πραγματικού, αυτής της αδυνατότητας του Πραγματικού. «Η υπόσχεση της Πολιτικής», [Arendt], γίνεται τώρα μια
αδύνατη υπόσχεση, το ίχνος του αρνητικού, όπου ο Άλλος, και αυτός ο κοινωνικός
του ορίζοντας, αποκαλύπτουν την πραγματική τους φύση, την αβίωτη φύση της
αλήθειας τους. Μια κοινωνικοπολιτική αδυνατότητα που από-καλύπτει το κοινωνικό
χάσμα αλλά και την επιθυμία μαζί της πλήρωσής του. Είναι αυτή ακριβώς η
επιθυμία που εγείρει και όλες τις πολιτικές της πραγματικότητες, αυτές τις
αδιέξοδες εγγραφές της.
Η πολιτική αναδεικνύεται έτσι ως μια μοναδική «πράξη» που κυοφορεί την απαρχή του κόσμου. Μια κάθε φορά νέα αρχή που
χαρακτηρίζει την συνθήκη του ανθρώπου και μαρτυρά τη διαρκή του διαθεσιμότητα,
τη διαθεσιμότητα του πολιτικού του λόγου, αυτής της μοναδικής του κίνησης μέσα
στην ιστορία, και πάντα έξω απ’ τα σχήματα που την περιγράφουν. Είναι η συνθήκη
ενός εξ-αιρετικού και μοναδικού συμβάντος. Η πολιτική εφόσον δεν είναι μια
φυσική ανάγκη του ανθρώπου αλλά ένα παραμυθητικό του νόημα, είναι και μια «υπερβολική απόφαση», [Badiou], που δι-εγείρει τον κόσμο, το
περιβάλλον του κόσμου, στη δημόσια σφαίρα της ανάπτυξής του. Όταν αυτός ο
κόσμος αποσύρεται, ο άνθρωπος επιστρέφει στην καταγωγική του μοναξιά, στην
πυρηνική ερημιά του. «Η σύγχρονη
ψυχολογία», λέει η Arendt,
«είναι μια ψυχολογία ερημιάς». Η
πολιτική έτσι είναι μια Πράξη, μια
απόφαση Πράξης, που συν-κινεί την ιστορία των υποκειμένων της. Αυτή η ίδια η
ενεργητικότητα του υποκειμένου της επιθυμίας. Γι αυτό και κάθε συμβαντική της
διεμφάνιση θα μαρτυρά πάντα και τον ρηξιγενή της χαρακτήρα. Η πολιτική ως «μια ακολουθία συμβαντικών ενικοτήτων» όπως
θα πει ο Badiou, που είναι
όμως και μια χειρονομία καταστροφής, μια καινοτόμος δράση που αποκαλύπτει τη
μοναδικότητα και εξαιρετικότητα της εμπειρίας της. Το συμβάν της πολιτικής
πράξης, αυτή η αποκάλυψη του Πολιτικού, είναι μια έξωθεν μαρτυρία, μια γλωσσική
παρέμβαση που ορθοτομεί πάνω στο σώμα του κόσμου. Η μοναδική, εξ-αιρετική και
ανεπανάληπτη καταγραφή ενός λόγου που δεν υπόσχεται τίποτε, καμιά
αντικειμενικότητα και καμιά διαχρονία, παρά μόνον αυτό, το θνησιγενές ίχνος της
αλήθειάς του. Η διάρκεια είναι οργανωμένη στη διαδοχή των πραγμάτων και όχι στο
συμβάν της εξαιρετικής τους εγγραφής. Το Πολιτικό δεν αναπαρίσταται, δεν
πραγματώνεται, εξωτερικεύεται μόνο, σ’ αυτό το τόπο του αδυνάτου. Μια
καταστατική αδυναμία που γίνεται όμως αυτή η δύναμη του στοχασμού πάνω στη φύση
των πραγμάτων, το συμβάν της απελευθέρωσης τους. Η πολιτική δεν εγγράφεται έτσι
ως μια εσχατολογική προσδοκία σ’ αυτόν τον φαντασιακό ορίζοντα των ιδεολογιών,
το Πολιτικό δεν είναι τόσο ένα όραμα όσο μια αποκαλυπτική εμπειρία, μια
πραγματική ενσάρκωση σ’ αυτό το ρευστό ορίζοντα της ενδεχομενικότητας του
ανθρώπου, εντοπίζεται στη καθαρότητα μόνο του συμβάντος, στην εξ-αιρετικότητα
του Λόγου του, στην χαρά της δωρεάς του, και όχι στην ανθεκτική διάρκεια των
πολιτικών του υποσχέσεων και πραγματικοτήτων. Δια-γράφεται στην αποκαλυπτική
ενός Λόγου μόνο, που στέκει μακράν πέραν από κάθε ορθολογικότητα, και
αναπαράσταση. Μια ριζοσπαστική εκδήλωση που δεν εκφράζει καμμιά «αλήθεια», καμμιά
τάξη, και κανένα προσδιορισμό. Το δρών υποκείμενο αυτού του συμβάντος δεν είναι
έτσι ένα συγκροτημένο, ιστορικοποιημένο υποκείμενο που εμφορείται από τις
ιστορικοποιημένες του αλήθειες, από τον επανακτημένο δηλαδή Λόγο του Κυρίου,
αλλά ένα ον υποκινούμενο απ’ την φορά της ποιητικής του επιθυμίας, μιας Πίστης
που μόλις και το συνέγειρε και το εκτρέπει τώρα πάλι και πάλι στην μοναδική του
συν-κίνηση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου