Παρασκευή 15 Ιουλίου 2022

Ποιητικές χειρονομίες - εκλεκτικές συγγένειες

Σημειώσεις πάνω στη σαγήνη της κυπριακής δημώδους αγγειοπλαστικής


Του Κωνσταντίνου Αργιανά

 


Ο στόχος του παρόντος δοκιμίου είναι διττός: Αφενός επιχειρεί να μελετήσει εκδοχές της νεότερης κυπριακής αγγειοπλαστικής και αφετέρου να διερευνήσει τον βαθμό διασταύρωσής της με τη σύγχρονη καλλιτεχνική πρακτική. Με μια αναστοχαστική διάθεση, τρεις από τους καλλιτέχνες που συμμετέχουν στην έκθεση Pott/Pott,  διερευνούν ζητήματα μνήμης, ιστορίας και ταυτοτήτων, όπως αυτά ανιχνεύονται στη νεότερη λαϊκή τέχνη της Κύπρου· μια τέχνη που έχει τη δική της παράδοση, τους δικούς της μύθους, τη δική της εικονογραφία και τις δικές της νοηματοδοτήσεις (Λαϊκοί τεχνίτες της Κύπρου, 1981· Πιερίδη, 1991). Πιο συγκεκριμένα, η Μαρία Λιανού, η Μαρία Λοϊζίδου και ο Γιώργος Τσεριώνης, αν και εκκινούν από διαφορετικές αφετηρίες και έχουν διαφορετικές προθέσεις, επιχειρούν με το έργο τους μια αναδίφηση στη δημώδη κυπριακή αγγειοπλαστική και τις ποικίλες κοινωνικές και πολιτισμικές συνδηλώσεις της. Επιπλέον, αυτός ο καλλιτεχνικός διάλογος με την κεραμική παράδοση της Κύπρου του 19ου και του πρώιμου 20ού αιώνα, εγείρει ερωτήματα αναφορικά με τα ρευστά όρια μεταξύ των καλλιτεχνικών και μη ειδών. Με άλλα λόγια, εξερευνώντας πτυχές της κυπριακής λαϊκής τέχνης, οι τρεις εικαστικοί συνδιαλέγονται με τον νεότερο υλικό πολιτισμό και την τοπική ιστορία του νησιού, υπερβαίνοντας ζητήματα περί διάκρισης μεταξύ υψηλής και χαμηλής τέχνης και μετατοπίζοντας τη συζήτηση σε κάτι εξόχως ποιητικό: στις άλλοτε έκδηλες και άλλοτε υπόρρητες πολιτισμικές διασταυρώσεις τους.

Το χωριό Κόρνος βρίσκεται στην επαρχία της Λάρνακας και έχει μεγάλη παράδοση στην αγγειοπλαστική. Σύμφωνα με ξένους περιηγητές, κατά τον πρώιμο 19ο αιώνα, όλοι σχεδόν οι κάτοικοι των τριάντα σπιτιών του χωριού εργάζονταν στον τομέα της αγγειοπλαστικής και, ειδικότερα, στην κατασκευή πήλινων αγγείων (Πιερίδη, 1991, 85). Όπως σημειώνει η Πιερίδη (1991, 86-90),  τα εν λόγω αγγεία ήταν κατεξοχήν οικοτεχνικά προϊόντα και η κατασκευή τους ήταν, κατά κανόνα, γυναικεία υπόθεση.

Τόσο οι μπότηδες όσο και οι, λίγο μεγαλύτερες, κούζες είναι επιτραπέζια αγγεία νερού. Αν και το σχήμα τους είναι σχετικά απλό, ένα διακοσμητικό στοιχείο πάνω στο σώμα των αγγείων προκαλεί το ενδιαφέρον. Πρόκειται για επίθετες θηλές ή μικροσκοπικούς μαστούς, τα λεγόμενα «βυζούδκια» (Ριζοπούλου – Ηγουμενίου, 2005, 76).  Αν και οι προθέσεις των δημιουργών τους είναι άγνωστες, ένα τέτοιο σχόλιο πάνω στο αγγείο πιθανόν υπαγορεύεται από τοπικά έθιμα και παραδόσεις. Ωστόσο, σε αυτή την πράξη εντοπίζω κάτι περισσότερο από μια διάθεση εξωραϊσμού του αντικειμένου. Με άλλα λόγια, εδώ εντοπίζω μια προνεωτερική φεμινιστική χειρονομία στην οποία αντικατοπτρίζεται ο  έμφυλος, εν προκειμένω γυναικείος, αυτοπροσδιορισμός.

Εστιάζοντας σε αυτά τα αγγεία, η Μαρία Λιανού εξερευνά την έμφυλη διάστασή τους επιδιώκοντας παράλληλα τη μετάπλασή της στο σήμερα, στο δικό της έργο. Στα πορσελάνινα αγγεία της η κύπρια καλλιτέχνιδα αποδίδει εγχάρακτα διάφορα μοτίβα και σχέδια δερματοστιξίας με θηλυκές αναφορές, συνθέτοντας μια εκλεκτική συγγένεια ανάμεσα  στο δημώδες τέχνεργο και το δικό της σύγχρονο έργο.

Στον αντίποδα των αφαιρετικών γυναικείων αναπαραστάσεων που εντοπίζουμε στους μπότηδες, βρίσκονται τα βαρωσιώτικα αγγεία. Το Βαρώσι (ή Βαρώσια) βρίσκεται στην περιοχή της (κατεχόμενης) Αμμοχώστου και, όπως μας πληροφορούν ομόχρονες περιγραφές ξένων περιηγητών, κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα αλλά και αργότερα, αποτέλεσε σημαντικό κέντρο κατασκευής και εμπορίου αγγείων. Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή της βρετανίδας συγγραφέως και ποιήτριας Esmé Scott-Stevenson η οποία το 1880 έγραφε στο βιβλίο της Το Σπίτι μας στην Κύπρο (Our Home in Cyprus) (1880) πως

«[...] τα Βαρώσια, περισσότερο γνωστά για την κεραμική τους, προμηθεύουν όλο το νησί με μικρά και μεγάλα αγγεία. Η κατασκευή τους γίνεται από ένα συγκεκριμένο είδος πηλού που βρίσκεται στην περιοχή, και κάθε δεύτερο σπίτι είναι ένα αγγειοπλαστικό εργαστήρι». (Scott-Stevenson, 1880,  283· Βλ. επίσης Ριζοπούλου-Ηγουμενίδου, 2005, 18).

Το πιο χαρακτηριστικό είδος βαρωσιώτικου αγγείου σε αυτά τα εργαστήρια ήταν οι κουκκουμάρες Αυτά τα ημιαφαιρετικά γυναικόμορφα, φτιαγμένα από πηλό, αγγεία, διακρίνονται  για τα επικολλημένα ανθρώπινα πρόσωπα στα στόμιά τους, τα χέρια-λαβές και την περίτεχνη ανάγλυφη διακόσμηση των σωμάτων τους με φίδια και άλλα μοτίβα.

Εκκινώντας από την έλξη που του ασκούν οι δημώδεις αυτές κανάτες νερού και κρασιού, ο Γιώργος Τσεριώνης χρησιμοποιεί επισμαλτωμένο πηλό για να δημιουργήσει τα δικά του ανθρωπόμορφα (;) αγγεία. Ο έλληνας εικαστικός, στην καλλιτεχνική πρακτική του οποίου η κεραμική καταλαμβάνει δεσπόζουσα θέση, δημιουργεί ανοίκειες, γκροτέσκες υβριδικές ασύμμετρες φιγούρες, οι οποίες χαρακτηρίζονται από μιαν αμφισημία αλλά και αμφιθυμία. Παράλληλα, αυτά τα κεραμικά θα πρέπει να ιδωθούν αντιστικτικά ως προς τις κυπριακές κουκκουμάρες, καθώς  τα πρώτα λειτουργούν υπονομευτικά απέναντι στην καλαισθησία των δεύτερων.

Με τα αγγεία τύπου κουκκουμάρας καταπιάνεται η Μαρία Λοϊζίδου διαπλέκοντας την καλλιτεχνική της πρακτική με την συλλεκτική της δραστηριότητα. Πιο συγκεκριμένα, σε παραδοσιακά αγγεία που διαθέτει στη συλλογή της, η κύπρια εικαστικός  παρεμβαίνει με μια ποιητική χειρονομία: επιθέτοντας χειροποίητα ανθρωπόμορφα κεφάλια από πηλό στα στόμια των αγγείων. Σημείο αναφοράς στο έργο της Λοϊζίδου αποτελεί ένα  αγγείο, που, αν και με εμφανώς λιγότερα διακοσμητικά στοιχεία από τις παραδοσιακές κουκκουμάρες, παραμένει εξόχως περίτεχνο. Εντύπωση προκαλεί εδώ το μισοσβησμένο ανθρωπόμορφο στόμιο και το ανάγλυφο  ερπετό, πιθανότατα φίδι, το οποίο ενδεχομένως λειτουργεί και ως περιδέραιο πάνω στο σώμα του αγγείου.

Αν και ο σκοπός ύπαρξης και λειτουργίας τέτοιων συμβόλων στην κυπριακή παραδοσιακή αγγειοπλαστική είναι ασαφής, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αναπαραστάσεις φιδιών εντοπίζονται σε διάφορους πολιτισμούς. Επιπρόσθετα, στις απεικονίσεις φιδιών πάνω στα παραδοσιακά αυτά σκεύη αντικατοπτρίζεται και η σχέση της δημώδους αγγειοπλαστικής με την μακραίωνη κυπριακή κεραμική παράδοση, που εκκινεί από την αρχαιότητα.  Ωστόσο, η περαιτέρω διερεύνηση αυτής της σχέσης υπερβαίνει τους στόχους και την έκταση του ανά χείρας κειμένου.

Έτσι λοιπόν, είτε έχουμε να κάνουμε με αποτροπαϊκά σύμβολα είτε με σημεία εξευμενισμού είτε με καλλιτεχνικές αποτυπώσεις του έμφυλου αυτοπροσδιορισμού, στα παραδείγματα που αναφέρθηκαν εδώ, ανιχνεύεται μια δημώδης καλλιτεχνική πρακτική που δεν περιορίζεται στη μορφοποίηση των κεραμικών αντικειμένων, αλλά τα επενδύει με νοήματα, ενώ ταυτόχρονα επιδιώκει και την αισθητική εμπειρία· μια εμπειρία που απευθύνεται στα πλατιά λαϊκά στρώματα και που συνυφαίνεται με δοξασίες, ήθη, έθιμα, και το εκάστοτε πολιτισμικό περιβάλλον εν γένει.

Με τα έργα τους στην έκθεση Pott/Pott, η Λοϊζίδου, η Λιανού και ο Τσεριώνης συναντιούνται σε ένα κοινό σημείο: στην επιθυμία τους να στοχαστούν πάνω στην κυπριακή παραδοσιακή αγγειοπλαστική. Αποφεύγοντας την εκζήτηση και την εξωτικοποίηση, οι τρεις καλλιτέχνες εξερευνώντας εκφάνσεις μιας σημαντικής κοινωνικής και πολιτισμικής πρακτικής στην Κύπρο, δημιουργούν εκλεκτικές συγγένειες με τη δημώδη παράδοση του νησιού. Παράλληλα, υπερβαίνοντας κάθε διάθεση πολιτισμικής ιδιοποίησης, ενσωματώνουν γόνιμα τα παραδοσιακά αυτά αγγεία στη σύγχρονη τέχνη. Με άλλα λόγια, χωρίς να απωλέσουν την αυτονομία και αυθυπαρξία τους, τα κυπριακά αυτά κεραμικά αποτελούν οργανικό μέρος της έκθεσης καταλαμβάνοντας ισότιμη θέση ανάμεσα στα σύγχρονα έργα. Τέλος, στην εκθεσιακή αντιπαραβολή του δημώδους με το σύγχρονο και αντίστροφα, εντοπίζω και την  οξυδερκή επιμελητική επιλογή.

Και αν στην περίπτωση της μαζικής κατασκευής των παραδοσιακών αυτών αγγείων απουσιάζει η - κατά τον Βάλτερ Μπένγιαμιν - «αύρα» του μοναδικού έργου, εκείνα ασκούν μια περίεργη μαγική έλξη. Μια σαγήνη που, αναμφίβολα, βρίσκεται στον αντίποδα του απομαγευμένου σύγχρονου δυτικού κόσμου.


Βιβλιογραφία

Scott-Stevenson, E. (1880) Our Home in Cyprus. Third Edition. London: Camden Press (Dalziel Brothers) for Chapman and Hall.

https://bit.ly/3IC0tmR  (Πρόσβαση: 02/07/2022).

Λαϊκοί τεχνίτες της Κύπρου (1981). Λευκωσία: Δήμος Λευκωσίας. 

Πιερίδη, Α. (1991). Κυπριακή λαϊκή τέχνη. Λευκωσία: Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών

Ριζοπούλου – Ηγουμενίδου, Ε. (2005). Ανθρωπόμορφες κουκκουμάρες. Η πορεία της διακοσμημένης κεραμικής της Αμμοχώστου (19ος – 20ός αιώνας). Λευκωσία: Πολιτιστικό Ίδρυμα Τράπεζας Κύπρου.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: